Του Μιχάλη Μορώνη
Η πολιτική της διευθέτησης του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ακολουθούν η Αθήνα και η Λευκωσία, εμφανίζεται να δικαιώνεται για άλλη μία φορά. Η Μέρκελ προειδοποιεί την Άγκυρα ότι κινδυνεύουν να διακοπούν οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις, αν δεν ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα, διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους τα ΜΜΕ. Πριν από την καγκελάριο της Γερμανίας υπογράμμιζαν ότι αυστηρό μήνυμα στην Άγκυρα έστελνε ο αρμόδιος για τη διεύρυνση επίτροπος Όλι Ρεν. Και αν ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις της φινλανδικής προεδρίας και άλλων Ευρωπαίων αξιωματούχων, δεν θα έπρεπε να μένει η παραμικρή αμφιβολία ότι όλα βαίνουν καλώς για τη Λευκωσία. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια που υποβαθμίζεται, αν δεν αποσιωπάται. Οι προειδοποιήσεις και οι πιέσεις ασκούνται τόσο στην Άγκυρα όσο και στη Λευκωσία προκειμένου να γίνει δεκτή συμβιβαστική πρόταση της φινλανδικής προεδρίας. «Τώρα έχουμε μια φινλανδική πρόταση στο τραπέζι και άκουσα με ικανοποίηση ότι έγινε ευμενώς δεκτή από την Τουρκία και ελπίζω να μπορέσουμε να λύσουμε ένα δύσκολο πρόβλημα», είπε η Μέρκελ. Και ο Όλι Ρεν είχε δηλώσει ότι το γεγονός πως καμιά πλευρά δεν άφηνε να διαρρεύσει η φινλανδική πρόταση δείχνει πως μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πώς όμως να μην υποβαθμιστεί η λεπτομέρεια... αφού μέχρι πρότινος η Λευκωσία πρόβαλλε τα ηρωικά περί άσκησης βέτο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, σε περίπτωση άρνησης της Άγκυρας να εφαρμόσει το πρωτόκολλο της τελωνειακής σύνδεσης, όπως έχει δεσμευθεί; Η εικόνα του «εθνικώς ορθού» είναι προφανές ότι δεν πρέπει να αμαυρωθεί από συζητήσεις για συμβιβαστικές προτάσεις και μάλιστα υπό την πίεση της Ε.Ε. Το έδαφος, πάντως, για έναν συμβιβασμό φαινόταν να προετοιμάζεται από τα ευσχήμως προβαλλόμενα, ότι η Αθήνα τουλάχιστον διστάζει να στηρίξει την τολμηρή πολιτική της Λευκωσίας. Αλλά, ανεξάρτητα από αποσιωπήσεις ή συγκαλύψεις, και μόνον η συζήτηση μιας συμβιβαστικής πρότασης αποκαλύπτει ότι η Λευκωσία παραμένει δέσμια του τεράστιου σφάλματος που διέπραξε ο Τάσσος Παπαδόπουλος στη Νέα Υόρκη στις 13 Φεβρουαρίου του 2004, όταν αποδέχθηκε την επιδιαιτησία του Κόφι Ανάν. Με την ενέργειά του εκείνη οδήγησε τελικά στην εξίσωση, στα μάτια των τρίτων, του θύτη με το θύμα, με αποτέλεσμα να μην έχει η Λευκωσία το σθένος να επιβάλει τα δίκαιά της. Έτσι, η άσκηση πίεσης και στις δύο πλευρές για έναν συμβιβασμό είναι αναπόφευκτη. Την ευκαιρία, άλλωστε, για την παρέμβαση της Ε.Ε. την πρόσφερε η κυπριακή ηγεσία με τη στάση της στο θέμα της εφαρμογής από την Τουρκία του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, προκειμένου να δείξει ότι προωθεί τη λύση του Κυπριακού, πρόβαλε το επιχείρημα ότι το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών και αεροδρομίων στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα σημαίνει την έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, γι' αυτό και απειλούσε με βέτο. Ουδέν αναληθέστερον όμως, αφού μέχρι το 1987 τα υπό κυπριακή σημαία πλοία έπιαναν σε τουρκικά λιμάνια, χωρίς αυτό να σήμαινε ότι η Τουρκία αναγνώριζε έστω εμμέσως την Κυπριακή Δημοκρατία. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και με τα τουρκικά αεροδρόμια μέχρι το 1974. Παρ' όλο που η Άγκυρα δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία από το 1963, τα κυπριακά αεροπλάνα έκαναν κανονικά δρομολόγια. Γιατί η τυχόν εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Άγκυρας να σημαίνει σήμερα έμμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία; Μήπως για να μπορεί ο Τάσσος Παπαδόπουλος να ισχυρίζεται ότι παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν με το δημοψήφισμα θα υποχρέωνε την Άγκυρα να δεχθεί μια καλύτερη λύση μέσω της Ε.Ε.; Όποια κι αν είναι η απάντηση, σημασία έχει το γεγονός ότι το ατόπημά του να δείξει πως υπάρχει ελπίδα έδωσε την ευκαιρία στον Ταγίπ Ερντογάν, αντί να επαναφέρει τα πράγματα στην προ του 1987 κατάσταση χωρίς κανένα κόστος, να απαιτήσει ως αντάλλαγμα την άρση του αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων. Προβάλλοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι έχει δεσμευθεί σχετικά το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε., αφού μετά τη συνεδρίασή του στις 26 Απριλίου 2004, ανακοίνωσε ότι «είναι αποφασισμένο να θέσει τέλος στην απομόνωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Ο συμβιβασμός, έτσι, που επιδιώκεται με τη μεσολάβηση της φινλανδικής προεδρίας μόνον ετεροβαρής για τη Λευκωσία μπορεί να είναι. Ακόμη και αν δοθεί στους Ελληνοκυπρίους η παλαιά πόλη της Αμμοχώστου και λειτουργήσει το λιμάνι της υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ ή της Ε.Ε., όπως λέγεται ότι επιδιώκει η Λευκωσία, σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του απ' ευθείας εμπορίου των Τουρκοκυπρίων, την παροχή βοήθειας από την Ε.Ε. και ίσως το άνοιγμα του αεροδρομίου του Τύμπου, κερδισμένοι θα είναι οι Τουρκοκύπριοι. Και αυτό γιατί εδραιώνεται και τύποις η διχοτόμηση της Κύπρου με μικροδιευθετήσεις στο εδαφικό και επέρχεται εμμέσως και σταδιακά η αναγνώριση του κατοχικού καθεστώτος, δεδομένου ότι αυτή προωθείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με τη διαφορά, βεβαίως, από το σχέδιο Ανάν, ότι δεν χρειάζεται η πολιτική ηγεσία να την αναγνωρίσει, πολύ περισσότερο να την επικυρώσει με την υπογραφή της. Απλώς θα είναι ανομολόγητη και θα επέλθει με τη διατήρηση τυπικά της εκκρεμότητας, γεγονός που επιτρέπει τη συντήρηση της ελπίδας της επανένωσης. Ούτως ή άλλως, πάντως, τα περί επίλυσης του Κυπριακού μετά την ένταξη του νησιού στην Ε.Ε., με την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου χωρίς παρεκκλίσεις, με τα οποία η κυπριακή ηγεσία εξέτρεφε τις ελπίδες Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών, αποδεικνύονται φληναφήματα. Αντιθέτως, από τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το Κυπριακό επιβεβαιώνεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι χρυσός κανόνας για τη λειτουργία της Ε.Ε. παραμένει ο συμβιβασμός. Και απ' αυτόν δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει η Κύπρος, όπως και τα ελληνοτουρκικά, επί των οποίων δημιουργείται η εντύπωση ότι θα επιλυθούν αυτομάτως με την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Πώς ύστερα απ' όλα αυτά είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να αποδειχθεί ότι το σχέδιο Ανάν ήταν άλλη μία χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, όπως παραδέχονται τώρα για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ακόμη και οι πολέμιοί τους; Και γιατί η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη να ανάγεται σε στρατηγική επιλογή για την Αθήνα, δεδομένου ότι ούτε τα ελληνοτουρκικά εξαιρούνται από τον χρυσό κοινοτικό κανόνα του συμβιβασμού, ο οποίος θα μπορούσε να επέλθει και ανεξάρτητα από την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε.; Μήπως, προκειμένου να συντηρείται το «εθνικώς ορθόν», που αρνείται να αναγνωρίσει την πραγματικότητα, γιατί εδράζεται στον μύθο του μαρμαρωμένου βασιλιά και του πάλι με χρόνια με καιρούς; (Ελευθεροτυπία, 9/10/06)

Διαβάστε ακόμα