Σε κάθε σύνοδο του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών, το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, από κεντρικούς τραπεζίτες ως οδηγούς φορτηγών, έχει κάτι να πει σχετικά με τις ποσότητες που θα αποφασίσει να αντλεί στο εξής το καρτέλ. Αυτό συνέβη και στις 19 Οκτωβρίου, όταν οι υπουργοί Πετρελαίου του ΟΠΕΚ συγκεντρώθηκαν στο Κατάρ για να συζητήσουν πιθανή μείωση στην παραγωγή τους. Πριν ακόμα μπουν στην αίθουσα, οι υπουργοί είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να μείωναν τη συνολική παραγωγή τους κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως –ήτοι, οριακά υψηλότερα από το 1% της παγκόσμιας προσφοράς–, όμως η ημέρα εκείνη τελείωσε χωρίς ακόμα να έχουν αποφασίσει πώς θα κατένειμαν και θα υπολόγιζαν αυτήν την ποσότητα (τελικώς, αποφάσισαν μείωση κατά 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως επί της πραγματικής παραγωγής, αφήνοντας αμετάβλητο το επίσημο πλαφόν). Μια τέτοια μείωση, αν εφαρμοστεί σωστά, θα ενισχύσει τις τιμές του πετρελαίου, οι οποίες έχουν υποχωρήσει κατά 25% από τον Ιούλιο. Μακροπρόθεσμα, όμως, το ζητούμενο για τις τιμές αλλά και για την ευρωστία της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι πόσο παράγουν οι χώρες μέλη του ΟΠΕΚ, αλλά πόσα επενδύουν σε μελλοντική παραγωγή. Κατά παράδοση, προκειμένου να διατηρήσει υψηλά τις τιμές, ο ΟΠΕΚ συγκρατεί την παραγωγή του, επιτρέποντας σε ανταγωνιστές εκτός του καρτέλ να αυξήσουν τη δική τους εις βάρος του. Εύλογα, λοιπόν, το μερίδιο του ΟΠΕΚ στην παγκόσμια αγορά έχει συρρικνωθεί από πλέον του 50%, το 1975, σε οριακά υψηλότερο του 40%, σήμερα. Αποτέλεσμα, οι κρατικές εταιρείες που διαχειρίζονται την πετρελαϊκή βιομηχανία στις χώρες του ΟΠΕΚ να έχουν ελάχιστους λόγους να επενδύσουν σε αύξηση της παραγωγικής δυνατότητάς τους. Η σημερινή παραγωγή του ΟΠΕΚ, περίπου 27 εκατ. βαρέλια ημερησίως, παραμένει λίγο ως πολύ στο επίπεδο της δεκαετίας του ’70. Επιπλέον, το καρτέλ εξακολουθεί να κατατρύχεται από τις μνήμες της δεκαετίας του ’80, όταν η βραδύτερη έναντι της αναμενόμενης αύξηση της ζήτησης και το κύμα προσφοράς από άλλες χώρες άφησε τα μέλη του με πληθώρα ακριβής, πλην όμως πλεονάζουσας, παραγωγικής δυνατότητας. Οι υψηλές τιμές των τελευταίων ετών είναι εν μέρει αποτέλεσμα εκείνης της υπερπροσφοράς, καθώς ο ΟΠΕΚ, που ακόμα «τρέμει» στην ιδέα των υπερεπενδύσεων, επέτρεψε στην πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα –τη δικλίδα ασφαλείας του– να συρρικνωθεί σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο, κορυφώνοντας τους φόβους για την επάρκεια της προσφοράς. Δυστυχώς για τους καταναλωτές, ο ΟΠΕΚ έχει ελάχιστα κίνητρα να ενισχύσει αυτήν τη δικλίδα ασφαλείας βραχυπρόθεσμα. Θα ήταν σαν να δαπανούσε χρήματα για να μειώσει τα έσοδά του, εφόσον οι τιμές του πετρελαίου αναπόφευκτα θα υποχωρούσαν αν οι αγορές δεν έτρεφαν ανησυχίες για τη μελλοντική επάρκεια. Ο Ντέρμοτ Γκέιτλι, καθηγητής Οικονομικών στο New York University, δημιούργησε ένα μοντέλο εσόδων των χωρών του ΟΠΕΚ σε διάφορα επίπεδα παραγωγής. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι πως κάθε προσπάθεια εκ μέρους του καρτέλ να αυξήσει την παραγωγική του δυνατότητα προκειμένου να διατηρήσει το μερίδιό του στην αγορά θα απέφερε υψηλότερα έσοδα στην καλύτερη περίπτωση το 2015. Αλλά ακόμα και τότε, η αύξηση θα ήταν οριακή. Δεδομένων των διαφόρων παραγόντων αβεβαιότητας, οι λογικά σκεπτόμενοι χαράσσοντες την πολιτική του ΟΠΕΚ θα αποφάσιζαν απλώς να διατηρήσουν τις εξαγωγές στο σημερινό επίπεδο, χωρίς να αυξήσουν την παραγωγική δυνατότητα. Στο παρελθόν, οι εταιρείες χωρών εκτός ΟΠΕΚ θα είχαν αντισταθμίσει την έλλειψη επενδύσεων του καρτέλ. Ωστόσο, όπως φοβούνται πολλοί αναλυτές, η ικανότητα αυτών των εταιρειών περιορίζεται σήμερα όλο και περισσότερο, εφόσον εξαντλείται ο χώρος στον οποίο μπορούν να δράσουν. Την ίδια ώρα, η αδράνεια του ΟΠΕΚ στο παρελθόν του ανοίγει πολλές και πολλά υποσχόμενες προοπτικές. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά και πολλών άλλων χωρών, προεξοφλεί ότι οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν στα 95 δολάρια το βαρέλι ως το 2030, αν ο ΟΠΕΚ δεν αυξήσει δραστικά την παραγωγή του. Θεωρητικά, ο φόβος ότι οι υψηλές τιμές θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν αύξηση της χρήσης εναλλακτικών καυσίμων, όπως η αιθανόλη, ή να προκαλέσουν κάποια άλλη δομική μεταβολή στην αγορά, τελικά θα ωθήσει τον ΟΠΕΚ να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις. Το καρτέλ ισχυρίζεται πως θα αυξήσει την παραγωγική του δυνατότητα σε 38 εκατ. βαρέλια ημερησίως έως το 2010. Η Σαουδική Αραβία, υπ’ αριθμόν 1 παραγωγός του, σχεδιάζει αύξηση της παραγωγής της κατά ένα τρίτο. Ωστόσο, πολλές προβλέψεις κάνουν λόγο για ακόμα ταχύτερη αύξηση της ζήτησης. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, οι περισσότερες εθνικές πετρελαϊκές εταιρείες του ΟΠΕΚ έχουν κακό ιστορικό σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και την επέκταση. Εταιρείες όπως η PDVSA της Βενεζουέλας και η Pertamina της Ινδονησίας έχουν δεσμευθεί στο παρελθόν να αυξήσουν την παραγωγή τους, χωρίς όμως να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Η ιρανική NIOC παράγει σήμερα λιγότερο πετρέλαιο απ’ όσο κατά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979. Και οι προβλέψεις του ΟΠΕΚ προεξοφλούν σταθερή αύξηση της παραγωγής του Ιράκ, κάτι μάλλον απίθανο υπό τις παρούσες συνθήκες. Οι εμφύλιες διαμάχες, η διαφθορά και η έλλειψη επενδύσεων διαβρώνουν την παραγωγή πολλών χωρών του ΟΠΕΚ. Πριν από τη σύνοδο του Κατάρ, χώρες όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Νιγηρία τάσσονταν υπέρ της μείωσης των ποσοστώσεων, γιατί οι ίδιες δεν μπορούν να αντλήσουν αρκετή ποσότητα για να καλύψουν τη δική τους. Αυτό δείχνει ότι θα δούμε ακόμα υψηλότερες τιμές, ανεξαρτήτως των αντιδράσεων της αγοράς στις τελευταίες εξελίξεις. (Καθημερινή - The Economist, 22/10/06)

Διαβάστε ακόμα