Tου Σεραφείμ Kωνσταντινίδη
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι δείκτες που αφορούν την ελληνική οικονομία και τις επιδόσεις της εμφανίζουν σχετική βελτίωση, μακροχρονίως. Άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, έχουν θετική κατεύθυνση με μια... ηχηρή εξαίρεση. Στον τομέα της Έρευνας και Τεχνολογίας, η υστέρηση της χώρας είναι εντυπωσιακή και κατ’ αρχήν παράδοξη. Δεν δικαιολογείται από το επίπεδο ανάπτυξης, εισοδήματος και οικονομικής ισχύος να παραμένουν σε τόσο χαμηλά επίπεδα οι δαπάνες για έρευνα και καινοτομίες στην Ελλάδα. H εξήγηση του φαινομένου αγγίζει την καρδιά του προβλήματος στην εγχώρια αγορά: τους όρους ανταγωνισμού. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν λόγους να χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα, ούτε καινοτομίες προκειμένου να ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους. Το παιχνίδι του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά γίνεται με άλλα μέσα: μάρκετινγκ, διαφήμιση, ποσοστά στους ενδιάμεσους, μεγαλύτερο δίκτυο πωλήσεων. Σπάνια επιδιώκεται διαμόρφωση καινοτομίας που ξεπερνά τον ανταγωνισμό ή βελτιώνει την κερδοφορία. Γι’ αυτό και οι επιδόσεις της χώρας υστερούν ακόμα και από χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «25» η δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία υπολογίζεται σε 1,9% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα οι αντίστοιχες δαπάνες αποτελούν μόλις το 0,60% του ΑΕΠ. Ο ευρωπαϊκός στόχος είναι οι δαπάνες αυτές να φθάσουν σε τέσσερα χρόνια, το 2010, σε 3% του ΑΕΠ και ο αντίστοιχος (μάλλον ανέφικτος) στόχος για την Ελλάδα είναι να φθάσει το 1,5% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να απορροφήσει ευρωπαϊκά κονδύλια για έρευνα. Είναι κι αυτό, αλλά όχι μόνον! Ούτε είναι μόνον θέμα διάθεσης κρατικών πόρων. Μικρές είναι οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για έρευνα, αλλά τούτο θα μπορούσε να αλλάξει τα επόμενα χρόνια. Το ουσιαστικό, διαρθρωτικό, πρόβλημα είναι ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν ασχολούνται με έρευνα και καινοτομίες. Οι δαπάνες των επιχειρήσεων για τη δραστηριότητα αυτή είναι αμελητέες, μόλις το 0,2% του ΑΕΠ. Μόλις το ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για έρευνα προέρχεται από τις επιχειρήσεις. Κι όμως, θεωρητικά έχουν γίνει οι απαραίτητες κινήσεις. Ο νόμος 3296 του 2004 προβλέπει ότι οι δαπάνες των επιχειρήσεων για επιστημονική και τεχνολογική έρευνα εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη. Ανάλογη ρύθμιση, ίσως λιγότερο ευνοϊκή, ίσχυε και πριν με παλαιότερο νόμο. O νέος νόμος προβλέπει το αυτονόητο, δηλαδή οι επιχειρήσεις για να εκπέσουν από τα κέρδη από δαπάνες έρευνας πρέπει να δηλώσουν ποια ερευνητικά προγράμματα χρηματοδότησαν. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές από τις επιχειρήσεις που εμφάνιζαν ερευνητικά προγράμματα εξαφανίστηκαν! Φαίνεται ότι πολλά και από τα λιγοστά ερευνητικά προγράμματα επιχειρήσεων ήταν στην πραγματικότητα υποθέσεις φοροδιαφυγής... Παράλληλα και ο νέος επενδυτικός νόμος, όπως και παλαιότεροι, προβλέπει την ενίσχυση των καινοτόμων επενδύσεων, την υψηλή τεχνολογία που δημιουργεί προϊόντα και υπηρεσίες. Είναι τουλάχιστον δύο δεκαετίες που όλες οι κυβερνήσεις, θεωρητικά, δίνουν έμφαση στην ενίσχυση επενδύσεων τεχνολογίας. Δοκιμάστηκαν όλοι οι τρόποι. Πριμοδοτήθηκαν οι ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας με άμεσες επιδοτήσεις, με κρατικές προμήθειες, με φορολογικά κίνητρα. Δοκιμάστηκαν ακόμα και ορισμένες αθέμιτες μέθοδοι για να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις που έχουν καινοτομίες. Όλες αποδείχθηκαν μη βιώσιμες. Οι περισσότερες επιχειρήσεις αξιοποίησαν όταν και όπου μπόρεσαν τα κίνητρα και τα προνόμια, γνωρίζοντας ότι δεν θα αποκτήσουν με καινοτομίες κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεν χρειάζονται καινοτομίες για να κερδίσουν στην ελληνική αγορά. (Καθημερινή, 29/10/06)

Διαβάστε ακόμα