Του Κώστα Συνολάκη*
Οι έντονες βροχοπτώσεις που παρατηρήθηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες, έφεραν πάλι στο προσκήνιο τις αδυναμίες μας στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Οι βροχές ευτυχώς δεν ήταν ακραίες. Οι μέχρι τώρα μετρήσεις δείχνουν ότι εμφανίζονται κάθε 20-50 χρόνια. Ακραία φαινόμενα χαρακτηρίζονται αυτά που επαναλαμβάνονται κάθε τουλάχιστον 100 χρόνια. Όμως, οι καταστροφές που παρατηρήθηκαν ήταν όντως ακραίες και οφείλονται στον τρόπο που ήταν στριμωγμένα τα κτίσματα πάνω στη θάλασσα, σε πολύ μικρή απόσταση από δρόμους παράλληλους στην παραλία, εμποδίζοντας έτσι τη φυσιολογική αποχέτευση της πλημμύρας. Οι τοίχοι δημιούργησαν βίαιους χειμάρρους που κατέστρεψαν κυριολεκτικά τις αμμώδεις παραλίες, όπου γινόταν η απρόβλεπτη, αλλά κατά τα άλλα προβλέψιμη εκβολή τους. Κλίμακα αξιολόγησης; Στην Ελλάδα οι φυσικές καταστροφές έχουν παρουσιαστεί συντεχνιακά συνώνυμες με σεισμούς. Οι περισσότεροι Έλληνες σεισμολόγοι είναι ειδικοί σε όλα. Για παράδειγμα, ένας γνωστός σεισμολόγος σχολίαζε την προηγούμενη εβδομάδα τις πλημμύρες, με ύφος παγκόσμια αναγνωρισμένου ειδικού σε υδάτινους πόρους. Άλλος Έλληνας σεισμολόγος πρόσφατα σε διεθνή συνέδριο επέμενε η διεθνής κοινότητα να χρησιμοποιεί τη δική του κλίμακα αξιολόγησης της καταστροφής από πλημμύρες, που δεν χρησιμοποιεί κανένας άλλος στην επιστημονική βιβλιογραφία. Οι ίδιοι ειδικοί σε όλα διοχέτευσαν στον ελληνικό Τύπο την «είδηση» της εγκατάστασης «πρωτοποριακού συστήματος θωράκισης του Αιγαίου απέναντι στα τσουνάμι», και μάλιστα μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Μάλιστα, η «επεξεργασία του συστήματος αυτού έχει ήδη ολοκληρωθεί υπό την αιγίδα της UNESCO». Ας ανακουφιστούμε ότι κάτι, τέλος πάντων, λειτουργεί καλά στην Ελλάδα, έπειτα από τον καταιγισμό ειδήσεων για τη διαπλοκή, τις μίζες ή την τραγωδία του Άλεξ. Τα δημοσιεύματα ήταν ατυχώς λιγότερο πρωτοποριακά. Αν βέβαια οι δημοσιογράφοι έκαναν λίγο περαιτέρω διερεύνηση της «είδησης» θα έβρισκαν ότι το καλοκαίρι η πιο έγκυρη διεθνής επιστημονική επιθεώρηση NATURE, ναι, το ίδιο περιοδικό που τεκνοποιεί ειδήσεις για το New York Times, το BBC και το CNN, είχε παρομοιάσει την Ελλάδα με την Τόνγκα στο θέμα εντόπισης σεισμών και προειδοποίησης. Θα έβρισκαν ότι η UNESCO σε ανακοίνωση Τύπου της 28 Ιουνίου 2006 διαφήμιζε την εγκατάσταση κέντρου προειδοποίησης στον Ινδικό ωκεανό, αλλά έπειτα από ακριβώς τρεις εβδομάδες ένα μικρό τοπικό τσουνάμι σκότωσε 700 ανθρώπους στην Ιάβα της Ινδονησίας, αριθμό δυσανάλογο του μετρίου μεγέθους – περίπου σαν τον σεισμό της Αμοργού του 1956. Το πολυδιαφημισμένο σύστημα σεισμογράφων που είχε «θωρακίσει» την Ινδονησία, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών δικτύων, δεν λειτούργησε. Θα έβρισκαν επίσης, ότι η Ελλάδα έχει δαπανήσει ανά κάτοικο περισσότερα χρήματα από ό,τι οι ΗΠΑ για σύστημα προειδοποίησης τσουνάμι, που κατά τα δημοσιεύματα, έχει ξεκινήσει από το 1998. Παρ’ όλα αυτά, μετά τον υποθαλάσσιο σεισμό των Κυθήρων του περασμένου Ιανουαρίου πήρε το Εθνικό Αστεροσκοπείο πάνω από 20 λεπτά να τον εντοπίσει και υπολογίσει, κάτι που ιταλικά ινστιτούτα είχαν κάνει μέσα σε 2 λεπτά. Μετά σχεδόν χωρίς εξαίρεση, όλοι οι Έλληνες σεισμολόγοι δήλωναν ότι είχαν προβλέψει χρόνια πριν στο ίδιο σημείο ένα σεισμό, μάλιστα οι ίδιοι που είχαν δηλώσει παλιότερα ότι πρόβλεψη είναι αδύνατη. Θα υπέθετε κανείς ότι θα ήταν πιο εύκολο να εντοπίσει ένα σεισμό που είχε «προβλεφθεί». Αν ο σεισμός των Κυθήρων ήταν σε μικρότερο εστιακό βάθος θα είχε γίνει τσουνάμι και θα είχαμε θρηνήσει θύματα, πολύ πριν θα είχε βγει η ανακοίνωση του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Αυτό που είναι πρωτοποριακό δεν είναι το καινούργιο σύστημα που δεν αποτελείται από τίποτε άλλο παρά από δυνατότητα της άμεσης διαβίβασης των σημάτων από τους ελληνικούς σεισμογράφους στο παγκόσμιο δίκτυο, ώστε να μπορούν ξένα σεισμολογικά ινστιτούτα να συνδράμουν τα ελληνικά και να μειώσουν τον χρόνο εντόπισης – και χωρίς το «πρωτοποριακό» δίκτυο, οι ξένοι εντοπίζουν τους σεισμούς μας στο 1/10 του δικού μας χρόνου. Αυτό που πραγματικά είναι πρωτοποριακό είναι η πλήρης αδυναμία του ελληνικού σεισμολογικού κατεστημένου να λειτουργήσει ανάλογα της εμπιστοσύνης που τους έχουμε δείξει με τις απίθανες επενδύσεις του ελληνικού κράτους στη σεισμολογία εδώ και 25 χρόνια, έπειτα από τον σεισμό της Αθήνας. Ο σεισμολόγος Χ εμφανίζεται στον περιφερειάρχη Ψ και ανακοινώνει ότι έχει προβλέψει ένα σεισμό στην περιοχή του Ψ. Αν δεν διατεθεί ένα παχυλό κονδύλι, κινδυνεύει η περιφέρεια να μείνει αθωράκιστη, γιατί δεν θα είναι δυνατός ο έλεγχος της προσεισμικής ακολουθίας – ο περιφερειάρχης θα είναι υπεύθυνος. Άλλος σεισμολόγος γυρίζει με δίσκο στα υπουργεία μιλώντας για ντόμινο σεισμών στην Ελλάδα και ευθύνες. Έτσι φτάσαμε αισίως να έχουμε ένα αρκετά πυκνό δίκτυο σεισμογράφων, αλλά να μην μπορούμε να εντοπίσουμε ένα μέτριο σεισμό όπως των Κυθήρων, σε ένα χρόνο ισάξιο της τεχνολογίας που διαθέτουμε, επειδή λείπει η τεχνογνωσία. Αναρωτήθηκαν ποτέ οι υπεύθυνοι και οι κρατικοδίαιτοι σεισμολόγοι πόσος χρόνος χρειάζεται για να μεταδοθεί η ανακοίνωση ότι πλησιάζει τσουνάμι στις ακτές που θα πληγούν ή τι θα γίνει όταν αναπόφευκτα το σύστημα κάνει άθελα λάθος; Γι’ αυτά τα θέματα υπάρχουν πραγματικές πρωτοποριακές λύσεις, εφαρμόζονται ακόμη και από το Γκουάμ, δεν αναβρίσκονται μέσα στην ελληνοκεντρική κρατικοδίαιτη «επιστημονική» εμπειρία, αλλά στο παγκόσμιο παζάρι των ιδεών, που η Ελλάδα, δυστυχώς, συνήθως απουσιάζει. Εκπαίδευση και ενημέρωση Η Ελλάδα, όπως κάθε νησιωτική χώρα, όπου ένα τσουνάμι μπορεί να κτυπήσει σε λιγότερο από 10 λεπτά μετά τον σεισμό που το προξένησε, δεν χρειάζεται περισσότερα σεισμολογικά δίκτυα ή παλιρροιογράφους που απλά διαπιστώνουν την άφιξη της πλημμύρας, όταν είναι πλέον αργά. Ο μοναδικός μετρητής που μπορεί να ανιχνεύσει το τσουνάμι –αν ποτέ εγκατασταθεί στην Ελλάδα– θα δώσει περίπου 5 λεπτά παράθυρο προειδοποίησης, και δεν προβλέπεται από το «πρωτοποριακό» σύστημα που μόλις ανακοινώθηκε. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι εκπαίδευση και ενημέρωση, ώστε όλοι να γνωρίζουμε ότι αν είμαστε σε παραλία και αισθανθούμε μια σεισμική δόνηση που διαρκεί, να απομακρυνθούμε άμεσα και να παραμείνουμε για τουλάχιστον 30 λεπτά μακριά. (Καθημερινή, 27/10/06) * Ο κ. Κ. Συνολάκης είναι καθηγητής Φυσικών Καταστροφών, πρόεδρος της Επιτροπής της UNESCO του Κέντρου Προειδοποίησης τσουνάμι του Ειρηνικού.

Διαβάστε ακόμα