Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η απότομη μείωση των διεθνών τιμών πετρελαίου από τα 78-79 δολ. τον περασμένο Αύγουστο στο επίπεδο των 60 δολ/βαρέλι στα τέλη Σεπτεμβρίου, και η διατήρηση τους έκτοτε στη ζώνη των 58-62 δολαρίων, μπορεί να επέφερε μια πρόσκαιρη ανακούφιση στους καταναλωτές αλλά δημιούργησε εξίσου σοβαρό προβληματισμό στις εταιρίες και στις κυβερνήσεις, αφού οι υψηλές τιμές συμβάλλουν τόσο στην προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όσο και στην έρευνα και ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Κύκλοι της αγοράς αποδίδουν την πρόσφατη πτώση των διεθνών τιμών στα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της αγοράς των ΗΠΑ και πως αυτή βρέθηκε υπερκορεσμένη τον περασμένο Αύγουστο, κάτι που οδήγησε τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων (ΝΥΜΕΧ και ΙΡΕ). «Η ψυχολογία των χρηματιστών προϊόντων (traders) και πως αυτοί αντιλαμβάνονται ως θετική ή αρνητική την εικόνα των αγορών, είναι αυτό που τελικά καθορίζει τις τιμές. Στην προκειμένη περίπτωση οι traders είχαν από τα τέλη Ιουλίου καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το διεθνές πετρελαϊκό σύστημα χαρακτηρίζετο από υπερεπάρκεια ενώ η αντίληψη για τις μελλοντικές εξελίξεις ήτο ότι εφ’ εξής, η ζήτηση θα εκινείτο σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα», παρατηρεί ναυτιλιακός παράγων του Λονδίνου με καλή γνώση της αγοράς πετρελαίου. Γι’ αυτό και προχώρησαν ομαδικά στην πώληση μεγάλου αριθμού συμβολαίων αργού και προϊόντων διαμορφώνοντας πτωτικές τάσεις στις τιμές. Η αναμενόμενη αυτή διόρθωση των διεθνών τιμών, στην οποία εξάλλου είχαμε αναφερθεί εγκαίρως (βλ. "Κ", 16/07/06) αντέστρεψε για μια ακόμη φορά τις προοπτικές της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς. Ο OPEC Όπως ήταν αναμενόμενο, η απότομη πτώση των τιμών ανάγκασε τον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (OPEC), ο οποίος είναι υπεύθυνος για 40% της παγκόσμιας τροφοδοσίας, να προχωρήσει σε μείωση της παραγωγής του. Ως γνωστόν, ο Οργανισμός στις 19 Οκτωβρίου απεφάσισε τη μείωση της παραγωγής του κατά 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, στα 28,0 εκατ. βαρέλια ημερησίως, θέλοντας έτσι να προασπίσει το πλαφόν των 60 δολ./βαρέλι. Η Σ. Αραβία, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, δήλωσε ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε πρόσθετη μείωση εάν χρειασθεί. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Υπουργού πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας κ. Αλί Ναΐμι, ο οποίος υποστηρίζει ότι «Η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται από τις αγορές. Σήμερα υπάρχει μια ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε είναι να επαναφέρουμε στην αγορά κάποιου είδους ισορροπία και να την οδηγήσουμε στην κανονική της θέση ενώ οι τιμές θα διαμορφωθούν στα επιθυμητά επίπεδα από μόνες τους». Ασχέτως εάν πιστεύει κάποιος τον κ. Ναΐμι, ήτο προφανές ότι θα υπήρχε κάποιου είδους αντίδραση από το πετρελαϊκό καρτέλ, με στόχο την πρόληψη μιας νέας κατάρρευσης των διεθνών τιμών. Όμως το ζητούμενο για τις τιμές αλλά και την ευρωστία της παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα, δεν είναι πόσο παράγουν οι χώρες μέλη του OPEC αλλά πόσα επενδύουν σε μελλοντική παραγωγή. Με εξαίρεση τη Σ. Αραβία, το Κατάρ και δυο τρεις άλλες χώρες, τα περισσότερα κράτη του OPEC έχουν κακό ιστορικό σε ό,τι αφορά επενδύσεις για αύξηση της παραγωγής τους. Λ.χ. η ιρανική NIOC παράγει σήμερα λιγότερο πετρέλαιο απ’ όσο κατά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, ενώ το Ιράκ αδυνατεί να αυξήσει την παραγωγή του πάνω από 2,0 εκατ. βαρέλια/ημέρα, σημαντικά μικρότερη από τα 3,6 εκατ. προ του 2003. Χώρες όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Νιγηρία τάσσονται υπέρ της μείωσης της παραγωγής για τον απλούστατο λόγο ότι οι ίδιες, λόγω διαφόρων προβλημάτων, αδυνατούν να αντλήσουν αρκετή ποσότητα. Είναι εμφανές ότι η χρόνια έλλειψη επενδύσεων έχει διαβρώσει σημαντικά την παραγωγική ικανότητα του OPEC. Στο παρελθόν, οι διεθνείς εταιρείες θα είχαν αντισταθμίσει την έλλειψη επενδύσεων του καρτέλ. Ωστόσο, η ικανότητα τους περιορίζεται σήμερα όλο και περισσότερο εφόσον εξαντλείται επικίνδυνα ο γεωγραφικός χώρος στο οποίο μπορούν να δράσουν. Αυτό δείχνει ότι μακροπρόθεσμα θα δούμε ακόμα υψηλότερες τιμές, ανεξαρτήτως των αντιδράσεων της αγοράς στις τελευταίες εξελίξεις. Εναλλακτικά Καύσιμα Όμως για να επανέλθουμε στο σήμερα και στην τάση για μείωση των τιμών, αρκετοί οικονομολόγοι παρατηρούν ότι αυτή είναι κυρίως το αποτέλεσμα εκτιμήσεων για μικρότερη ζήτηση, παρά μιας ουσιαστικής βελτίωσης στο μέτωπο της παραγωγής, κάτι που κάνει τη σημερινή μείωση πολύ πιο ανησυχητική. Πράγματι, η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για αργό φέτος είναι μειωμένη και τρέχει στο 1,2%, σε σύγκριση με 1,3% το 2005 και το 3,6% του 2004, ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει μικρή ανάκαμψη για το 2007. Είναι κοινή πάντως η αντίληψη ότι οι χαμηλές τιμές αργά η γρήγορα θα υποσκάψουν την σταθερότητα που είναι απαραίτητη για επενδύσεις για την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων αλλά και για την εξεύρεση πλέον αποδοτικών τρόπων στη χρήση συμβατικών καυσίμων (π.χ. λιγότερο ενεργοβόρα αυτοκίνητα), την ενίσχυση εναλλακτικών πηγών ενέργειας (π.χ. τεχνολογίες καθαρού κάρβουνου, πυρηνικά νέας γενιάς) και την εμπορική διάδοση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Άρα η πτώση των τιμών του αργού δεν είναι απαραιτήτως ένα καλό νέο για την οικονομία του πλανήτη γιατί η ανακούφιση που φέρνουν τα φθηνά καύσιμα θα είναι βραχύβια και δεν λύνει το ουσιαστικό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο παρά η απεξάρτηση από το πετρέλαιο. Ο Σεΐχης Γιαμανί Όπως εξάλλου παρατηρούσε πρόσφατα ο Σεΐχης Ζακί Γιαμανί, ο πάλαι ποτέ Υπουργός Πετρελαίου της Σ. Αραβίας, «Οι υψηλές τιμές αργού τα τελευταία χρόνια ήσαν ο λόγος που μειώθηκε δραστικά το ποσοστό συμμετοχής του OPEC στην παγκόσμια αγορά, από 70% τη δεκαετία του ΄80 στο 40% σήμερα. Για αυτό ήμουν και είμαι υπέρ της άποψης ότι η Σ. Αραβία και οι άλλες χώρες του OPEC δεν πρέπει να στοχεύουν σε υψηλές τιμές όσο στην εξασφάλιση ενός σταθερού μεριδίου αγοράς. Όμως οι σημερινές ηγεσίες των χωρών του OPEC είναι δύσκολο πλέον να συνηθίσουν να ζουν με τιμές μικρότερες από 50δολ/βαρέλι. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντοτε υπέρ των υψηλών τιμών, κάτι που το κατάφεραν, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουν μακροπρόθεσμα να αναπτύξουν εναλλακτικές ενεργειακές πηγές και να μειώσουν την εξάρτηση τους από τη Μ. Ανατολή».

Διαβάστε ακόμα