Από τα μέσα του 2003 αναμένεται ουσιώδης ανάκαμψη, σύμφωνα με έκθεση του ΙΟΒΕ για το τρίτο τρίμηνο του έτους Του Χ.Α. Παπαδημητρίου Η εντεινόμενη αβεβαιότητα στη διεθνή και, ιδιαίτερα, στην ευρωπαϊκή οικονομία θα επηρεάσει, αν και σε μικρότερο βαθμό, και την ελληνική οικονομία, διαπιστώνει το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του για το τρίτο τρίμηνο του έτους. Το επιχειρηματικό και γενικότερα το κλίμα στην οικονομία, όπως καταγράφεται από τον ειδικό δείκτη Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα, μετά το υψηλότερο σημείο των τελευταίων δέκα ετών όπου φθάσαμε στις αρχές του 2000, βρίσκεται σε συνεχή και σταθερή υποχώρηση. Από τα τέλη του 2001 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2002, ο δείκτης κινήθηκε σε επίπεδα που ήταν κατώτερα από εκείνα του προηγούμενου χρόνου και σημαντικά μειωμένα έναντι του 2000. «Αυτό σημαίνει ότι οι εκτιμήσεις και οι προσδοκίες επιχειρήσεων και καταναλωτών στην Ελλάδα, οι οποίες συναπαρτίζουν τον εν λόγω δείκτη, είναι σήμερα πιο συγκρατημένες και λιγότερο αισιόδοξες», σημειώνουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η καταγραφή, εντονότερη από κάθε προηγούμενη έκθεση, των κινδύνων που αναμένεται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην αμέσως επόμενη περίοδο. «Ουσιώδης ανάκαμψη δεν πρέπει να αναμένεται πριν από τα μέσα του επόμενου χρόνου» υπογραμμίζεται στην Εκθεση. Στην ανάλυση που κάνει το ΙΟΒΕ, συμπεριλαμβάνεται η επίπτωση από την υποχώρηση των τιμών των μετοχών, που υπερέβη το 20% μεταξύ Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2002, στα χρηματιστήρια των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η πτώση αυτή, σημειώνουν, συνοδεύτηκε από υποτίμηση του δολαρίου και μείωση των μακροχρόνων επιτοκίων στις ΗΠΑ και, λιγότερο, στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, αφορά το μεγαλύτερο μέρος των εισηγμένων εταιρειών και όχι μόνο τον κλάδο των νέων τεχνολογιών όπως συνέβη τα δύο προηγούμενα χρόνια. Οι επιδράσεις όμως της χρηματιστηριακής κρίσης στην πραγματική οικονομία γίνονται αισθητές μέσα από τρεις βασικούς διαύλους. «Οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις λόγω της απαξίωσης των ενεχύρων, οδηγεί τις επιχειρήσεις σε μείωση των επενδύσεων και μειώνει τον πλούτο των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση τις καταναλωτικές δαπάνες». Η επίπτωση του διεθνούς και, ειδικότερα, του χρηματιστηριακού κλίματος στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών της Ευρωζώνης θα παραμείνει ουσιαστικός παράγοντας συστολής της οικονομίας παρατηρεί το ΙΟΒΕ. Ανησυχίες μετά το 2004 Τα στοιχεία αυτά, σημειώνεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, δημιουργούν ισχυρές αμφισβητήσεις για τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παραμείνει αλώβητη. «Η αναπτυξιακή ευφορία δεν είναι μακροχρονίως διατηρήσιμη και η οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να επιβραδυνθεί», υπογραμμίζουν. Για να εξηγήσουν πως η εκφραζόμενη ανησυχία τους τροφοδοτείται από το γεγονός ότι «η άνοδος των τελευταίων ετών και η προσδοκώμενη διατήρησή της τα 1-2 προσεχή χρόνια στηρίζεται σε συγκυριακούς παράγοντες με έντονη επεκτατική επίδραση, η οποία όμως μπορεί να εξασθενίσει στο μέλλον». Οταν θετικοί παράγοντες όπως είναι οι πόροι του ΚΠΣ, η Ολυμπιάδα και η διαφορά φάσης μεταξύ ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας θα έχουν παρέλθει, τα προβλήματα θα είναι σημαντικά. «Πως θα διατηρήσει η ελληνική οικονομία ρυθμούς ανόδου σημαντικά ταχύτερους από εκείνους της Ευρωζώνης, όταν εκλείψουν οι ειδικοί παράγοντες που ισχύουν σήμερα;» ρωτούν με έμφαση οι αναλυτές του Ιδρύματος. Χρειάζεται να εξετασθούν και να αναλυθούν οι συνθήκες στην πλευρά της προσφοράς. «Να μετρηθεί δηλαδή κατά πόσον οι πραγματοποιούμενες τα τελευταία χρόνια επενδύσεις έχουν διευρύνει την παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας και κυρίως τις δυνατότητές της να επεκταθεί με βιώσιμο και μόνιμο τρόπο στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και στις αγορές του κόσμου», εξηγούν. Στην πλευρά της ζήτησης παρατηρούν οι ίδιοι, «κεντρικό ζήτημα παραμένει η πορεία της ανταγωνιστικότητας και η δημιουργία των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν τη συνεχή βελτίωσή της», κάτι που εξαρτάται από τους παράγοντες που θα επηρεάσουν την εξέλιξη των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, των επενδύσεων και των εξαγωγών. Τέλος, ειδική σημασία έχουν οι αναφορές που συμπεριλαμβάνει η έκθεση του ΙΟΒΕ ως προς την πορεία του λιανικού εμπορίου για τον οποίο καταγράφεται «έντονος προβληματισμός». Στους επτά πρώτους μήνες του έτους, σημειώνουν, «εκτιμάται άνοδος της αξίας των λιανικών πωλήσεων κατά 8,7% ενώ την αντίστοιχη περίοδο του 2001 η άνοδος ήταν της τάξης του 17%, τάση σαφώς επιδεινούμενη, που μπορεί εύκολα να μεταβληθεί σε «επικίνδυνη» εξέλιξη της ιδιωτικής ζήτησης, κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την επίτευξη των υψηλών ρυθμών αύξησης του εγχώριου προϊόντος. (Εφημερίδα Καθημερινή 29/11/02)

Διαβάστε ακόμα