Tου Robert J. Samuelson, αρθρογράφου της Washington Post
Είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς σήμερα μια ειλικρινή συζήτηση για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Εκφέρω αυτή την άποψη αφού διάβασα επιμελώς την τεράστια έκθεση που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα ο πρώην κορυφαίος οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και νυν υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, σερ Νίκολας Στερν. Η έκθεση αποτελεί μοναδικό επίτευγμα παραπλανητικού εγγράφου. Προβλέπει ολέθριες συνέπειες σε περίπτωση μη περιορισμού του φαινομένου του θερμοκηπίου: παγκόσμια οικονομική κρίση (με μείωση της παραγωγής κατά 20%) και πλημμύρες στις περισσότερες παράκτιες πόλεις. Εν τω μεταξύ, το κόστος για τον περιορισμό αυτών των ολέθριων συνεπειών είναι μικρό: μόλις το 1% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής του 2050. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι θα πρέπει να περιορίσουμε άμεσα, αν όχι νωρίτερα το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; Εγώ! Τα συμπεράσματα του Στερν αποτελούν διανοητικές κατασκευές, οι οποίες έχουν ως στόχο να δικαιολογήσουν μια επιθετική πολιτική για την πάταξη του φαινομένου του θερμοκηπίου. Κινδυνεύουμε όμως να εισπράξουμε τις αρνητικές συνέπειες σε δύο διαφορετικά επίπεδα: ένα πρόγραμμα που πλήττει την οικονομία χωρίς να περιορίζει αισθητά την εκπομπή αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Βαθύ χάσμα Επιτρέψτε μου ορισμένα ωμά στοιχεία που θα αμαυρώσουν την αστραφτερή κατασκευή τού Στερν. Στη συζήτηση για τις κλιματολογικές αλλαγές υπάρχει ένα βαθύ χάσμα μεταξύ της δημόσιας ρητορικής (με υστερικές τάσεις) και της δημόσιας συμπεριφοράς (η οποία υποδηλώνει αδιαφορία). Ο κόσμος δηλώνει ανήσυχος αλλά δεν δρα αντιστοίχως. Οι εκπομπές αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται, παρά τις περιορισμένες ειλικρινείς προσπάθειες περιορισμού τους. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο ΟΗΕ ανέφερε ότι από τις 41 υπό επίβλεψη χώρες (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι περισσότερες υπό ανάπτυξη χώρες), οι 34 αύξησαν την εκπομπή αερίων από το 2000 έως το 2004. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι περισσότερες χώρες, οι οποίες δεσμεύτηκαν να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων, υπογράφοντας το Πρωτόκολλο του Κιότο. Οι αιτίες είναι τρεις: Πρώτον. Η σημερινή τεχνολογία δεν μας προσφέρει τα μέσα για τον οικονομικά και πολιτικά αποδεκτό τρόπο περιορισμού της εκπομπής αερίων. Τα περίπου 1.700 θερμοηλεκτρικά εργοστάσια σε ολόκληρο τον κόσμο, (τα οποία εκπέμπουν τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, το βασικότερο αέριο που συμβάλλει στην κλιματολογική αλλαγή) αποτελούν φτηνή πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών Πόρων το συνολικό κόστος της κιλοβατώρας είναι 4 με 5 σεντ. Αντίθετα, η ηλιακή ενέργεια είναι έξι φορές ακριβότερη. Παρότι η αιολική ενέργεια είναι οριακά ανταγωνιστική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιλεγμένα μόνο σημεία. Σήμερα παράγει μόλις το 1% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η πυρηνική ενέργεια είναι οικονομικά ανταγωνιστική, αλλά παρουσιάζει άλλα μειονεκτήματα (ασφάλεια, κίνδυνος λόγω μη ελεγχόμενης διάδοσης, απόβλητα). Δεύτερον. Στις εύπορες δημοκρατίες, η εφαρμογή των πολιτικών για τον περιορισμό της εκπομπής των αερίων απαιτεί την «πεφωτισμένη» (διάβαζε «ουτοπική») αντίδραση των πολιτικών και του λαού. Θα πρέπει να αποδεχθούν ότι τα οφέλη των σημερινών «θυσιών» θα γίνουν αισθητά έπειτα από δεκαετίες, ενδεχομένως μετά τον θάνατό τους. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να επιβάλλουμε έναν υπέρογκο φόρο στη βενζίνη και πολύ αυστηρότερα πρότυπα για τα αυτοκίνητα. Με την πάροδο του χρόνου το μέτρο αυτό ενδέχεται να συμβάλει στον περιορισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου. Σε καιρούς μη κρίσης οι πολιτικοί αποφεύγουν να επιβάλουν και ο λαός δεν αποδέχεται μεγάλες θυσίες χωρίς άμεσο αντίκρισμα. Τρίτον. Ακόμα κι αν οι εύπορες χώρες περιορίσουν τις εκπομπές αερίων, η διαφορά δεν θα είναι σημαντική εφόσον δεν κάνουν το ίδιο και οι φτωχές. Και μέχρι σήμερα έχουν αρνηθεί διότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική τους ανάπτυξη. Οι φτωχότερες χώρες αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή εκπομπής αερίων που ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη απαιτεί ενέργεια και οι δεδομένες σήμερα μορφές ενέργειας παράγουν αέρια που προκαλούν κλιματολογικές αλλαγές. Το 2003 η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα της Κίνας αποτέλεσε το 78% της παγκόσμιας εκπομπής διοξειδίου για τη χρονιά αυτή. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) το ποσοστό της Κίνας θα έχει φθάσει το 55% έως το 2050. Η άποψη, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός των αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν έρχεται σε αντίθεση με τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. Ο Στερν καταλήγει στο συμπέρασμά του, για το 1% του ΑΕΠ του 2050, θεωρώντας δεδομένη αυτή την άποψη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ο συνδυασμός κατάλληλης πολιτικής και τεχνολογικών επιτευγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη ισορροπία μεταξύ περιοριζόμενων εκπομπών αερίων και οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα ηρωικό άλμα. Ο περιορισμός των ετήσιων εκπομπών αερίων κατά 25% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα έως το 2050 αποτελεί σύμφωνα με τον Στερν προϋπόθεση για τον περιορισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΙΕΑ η οικονομική ανάπτυξη θα έχει διπλασιάσει τις εκπομπές αερίων έως το 2050. Η άλλη μεγάλη διαστρέβλωση της έκθεσης Στερν αφορά τις συνέπειες του φαινομένου του θερμοκηπίου. Κανείς δεν μπορεί να τις προσδιορίσει επακριβώς, καθώς δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η αύξηση της θερμοκρασίας, ούτε πότε ή πού θα συμβεί αυτό, αλλά ούτε και πόσο εύκολα θα προσαρμοστεί ο πληθυσμός. Τρομερά ενδεχόμενα Ο Στερν εξετάζει ορισμένα από τα πιο τρομερά ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων προβλέψεων για τον 22ο αιώνα και υπαινίσσεται ότι επίκεινται. Θέλει να τρομοκρατήσει τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα τον καθησυχάζει λέγοντας ότι εάν οι πολιτικές για την αποφυγή των συμφορών εφαρμοστούν άμεσα, τα πράγματα θα εξελιχθούν εύκολα και ανέξοδα. Θέλουμε μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Αν δεν αναπτύξουμε οικονομικά συμφέρουσες τεχνολογίες, οι οποίες θα σπάσουν τον δεσμό μεταξύ εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και χρήσης της ενέργειας, δεν πρόκειται να πετύχουμε πολλά. Οποιοσδήποτε επιθυμεί να προσεγγίσει με σοβαρότητα το ζήτημα του φαινομένου του θερμοκηπίου πρέπει να εστιάσει τη ματιά του στην ανάπτυξη της αναγκαίας τεχνολογίας, και να μην προϋποθέτει την ύπαρξή της. Σε αντίθετη περίπτωση, οι επιλογές μας είναι περιορισμένες: δαπανηροί κανόνες και έλεγχοι, που πλήττουν την οικονομία ή δαπανηρά μέτρα και έλεγχοι που μειώνουν ελάχιστα τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ή ενδεχομένως και τα δύο. (Καθημερινή, 9/11/06)

Διαβάστε ακόμα