Περισσότερο από ποτέ, σήμερα η ενεργειακή απόδοση παίζει
κεντρικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια, στην οικονομική ανάπτυξη και στην
περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ),
η αύξηση της ενεργειακή απόδοσης, παρά την πτώση των τιμών της ενέργειας,
είχε σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, μειώνοντας τους
λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών, περιορίζοντας την αύξηση των επικίνδυνων
εκπομπών αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή και καθιστώντας
ασφαλέστερα τα ενεργειακά συστήματα.
Ωστόσο, η πρόοδος σε παγκόσμιο επίπεδο εξαρτάται από τις
πολιτικές του παρελθόντος, εξαιτίας του χαμηλού ρυθμού εφαρμογής νέων πολιτικών.
Εάν ο πλανήτης πρέπει να μεταβεί σύντομα σε ένα μέλλον καθαρής ενέργειας, τότε
πρέπει να τεθεί σε ισχύ ένας «αγωγός» νέων πολιτικών ενεργειακής
αποδοτικότητας, όπως αναφέρει η έκθεση του 2017 για την ενεργειακή
αποδοτικότητα του ΔΟΕ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, οι κάτοικοι ανά τον πλανήτη θα
είχαν χρησιμοποιήσει 12% περισσότερη ενέργεια (δηλαδή σαν να έμπαινε στην
παγκόσμια ενεργειακή αγορά άλλη μια Ευρωπαϊκή Ένωση) εάν δεν είχε βελτιωθεί από
το 2000 και μετά η ενεργειακή αποδοτικότητα.
Για την Ελλάδα ωστόσο, οι αριθμοί δείχνουν ότι για το μόνο
που μπορεί να είναι υπερήφανη είναι για τις
επιδόσεις της στην
κατανάλωση ενέργειας. Η χώρα μας κατατάσσεται στην 20η θέση (σε
σύνολο 56 χωρών) στην κατά κεφαλήν συνολική παροχή πρωτογενούς ενέργειας. Όπως
προκύπτει από τα συμπεράσματα της ετήσιας διεθνούς αξιολόγησης Climate Change
Performance Index 2018 που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το δίκτυο
οργανώσεων Climate Action Network (συμμετέχουν το WWF Ελλάς και η Greenpeace) ο
ίδιος δείκτης ανά μονάδα ΑΕΠ –που φανερώνει την αποδοτικότητα ελληνικής
οικονομίας- αυξήθηκε κατά 3,6% μέσα σε μια μόλις χρονιά. Ειδικά τα ελληνικά
νοικοκυριά αύξησαν την ενεργειακή τους κατανάλωση κατά 16% (2014-2015).
«
Οι κλιματικές επιδόσεις της Ελλάδας συνάδουν με σενάριο
αύξησης της πλανητικής θερμοκρασίας πάνω από τους 4°C και ουδεμία σχέση έχουν
με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συμφωνία του Παρισιού. Τα όποια μικρά
θετικά βήματα στην αυτοπαραγωγή ηλιακής ενέργειας δεν αλλάζουν το γεγονός ότι η
Ελλάδα ακόμα έχει κλιματική πολιτική στα λόγια και όχι στην πράξη,» ανέφερε
ο υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο
της Greenpeace κ.
Τάκης Γρηγορίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές Δεκεμβρίου, η Κομισιόν
έστειλε στις ελληνικές αρχές προειδοποιητική επιστολή με την οποία καλεί τη
χώρα μας να εφαρμόσει αποτελεσματικά την οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των
κτιρίων. Η σχετική οδηγία απαιτεί, μεταξύ άλλων, από τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν
ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα νέα και τα υφιστάμενα
κτίρια. Ειδικά για όλα τα νέα κτίρια, ζητά από τα κράτη μέλη να
εξασφαλίζουν ότι θα είναι «σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας» από το 2021
και μετά (για τα δημόσια κτίρια ισχύει από το 2019). Ωστόσο, η χώρα μας δεν
έχει κάνει τίποτε. Και παράλληλα έχει να υπερπηδήσει ένα ακόμη εμπόδιο. Πολλά
κτίρια του δημοσίου είναι αυθαίρετα (δεν έχουν οικοδομική άδεια, ή δεν
διαθέτουν σύννομο καθεστώς αδειδότησης), με συνέπεια να μην μπορούν να ενταχθούν
σε προγράμματα ΕΣΠΑ για την εξοικονόμηση ενέργειας.
«
Η καταθλιπτική κατάταξη της χώρας μας με βάση τον δείκτη
κλιματικής επίδοσης CCPI αντικατοπτρίζει μια σειρά από λανθασμένες επιλογές της
ελληνικής κυβέρνησης. Παρά τις διακηρύξεις για στήριξη των ΑΠΕ και απεξάρτηση
από τα ορυκτά καύσιμα, η Ελλάδα βρίσκεται εκτός τροχιάς επίτευξης των στόχων
ΑΠΕ για το 2020, ενώ επιμένει στο λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής»,
σημείωσε ο υπεύθυνος του τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF
Ελλάς κ
. Νίκος Μάντζαρης.
Από την πλευρά του, όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο
υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ.
Γιώργος Σταθάκης μιλώντας στην
Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, στο πλαίσιο της συζήτησης για το σχέδιο νόμου
των Ενεργειακών Κοινοτήτων, «
το μέλλον της παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα
είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Ο μετασχηματισμός του τρόπου
παραγωγής ενέργειας, με ορίζοντα το 2030, βασίζεται στην αλλαγή του ενεργειακού
μείγματος και την εξοικονόμηση ενέργειας».
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Συμμαχίας για την Εξοικονόμηση Ενέργειας
(Coalition for Energy Savings), η σημασία ακόμα και 1%εξοικονόμησης είναι
τεράστια για την Ευρώπη, καθώς συνεπάγεται μειωμένες εισαγωγές φυσικού αερίου
κατά 4%, δημιουργία 336.000 θέσεων εργασίας, και μείωση των δαπανών υγείας κατά
έξι δισεκ. ευρώ ετησίως.