Του Αλέξη Παπαχελά
Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε που γύρισα για τα καλά στην Ελλάδα αλλά ακόμη το ερώτημα «μα επιτέλους με ποιο κόμμα είστε;» ηχεί πολύ περίεργα στ’ αυτιά μου. Στην προηγούμενη «ζωή»μου είχα μάθει πως ο δημοσιογράφος πρέπει να διατηρεί πολιτικές απόψεις αλλά να τις κρατάει για τον εαυτό του, και το πολύ πολύ για μερικές κλειστές προσωπικές συζητήσεις με φίλους του. Ξέρω ότι ακούγεται πολύ αγγλοσαξονικό αλλά βγαίνω από τα ρούχα μου με την παραταξιακή δημοσιογραφία, τον δημοσιογράφο που είτε βρέχει είτε χιονίσει εκείνος παίζει την ίδια κασέτα, της καταστροφολογίας όταν το κόμμα του είναι στην αντιπολίτευση, της αγιογραφίας όταν μπορεί και πίνει καφέ με τον πρωθυπουργό. Ο μέσος Έλληνας έχει άλλωστε ξεπεράσει από καιρό την ποδοσφαιρική αυτή αντίληψη της πολιτικής. Και τα δύο μεγάλα κόμματα και, βεβαίως, τα κόμματα της Αριστεράς είναι γεμάτα από χούλιγκανς της πολιτικής. Από τη μια έχεις τους εικονοκλάστες της γενιάς του Πολυτεχνείου που δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα με ξεπεσμένα ιδεολογήματα, σαν να ντρέπονται για τον πλούτο ή την ισχύ τους και να πρέπει να τα δικαιολογήσουν. Από την άλλη ένα σκληρό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας που μοιάζει ακόμη να ζει στα όρια της ελεύθερης Αθήνας του... 44 περιμένοντας το ντου των Κ.Σ. ή των... καναλιών. Οι σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις ευτυχώς κρίνονται από ανθρώπους σαν τον φίλο μου τον Γιώργο, τον οποίο συχνά αποκαλώ «κύριο Κοινό Νου». Το 1981 ψήφισε Ανδρέα γιατί ήθελε κάτι να αλλάξει στον τόπο, το 1990 Μητσοτάκη για «να φύγει η βρώμα του βαθέος κουτσογιωργικού ΠΑΣΟΚ» και το 1996 και το 2000 Σημίτη γιατί πίστεψε στον εκσυγχρονισμό. Το 2004 φλερτάριζε αρχικά με τον Καραμανλή, ενθουσιάσθηκε με τον Γιώργο Παπανδρέου μόλις ανέλαβε την αρχηγία, απογοητεύθηκε από την απόδοσή του κατά την προεκλογική περίοδο και τελικά ψήφισε Καραμανλή. Τώρα βρίσκεται σε ελεγχόμενη κατάθλιψη. Από την μια περιμένει να δει τι θα κάνει ο Καραμανλής στην παιδεία και αν θα «ξεφορτωθεί κανένα δύο από τους γραφικούς της κυβέρνησης». Από την άλλη βαθαίνει μέσα του η πεποίθηση πως «ο Παπανδρέου δεν έχει έρμα και δεν έχει συνεργάτες». Συχνά τον ακούω να υποστηρίζει στην παρέα πως «αν ο Καραμανλής ένιωθε την ανάσα του Γιώργου, θα ήταν τα πράγματα πολύ καλύτερα και για τους δύο!» Ο εν λόγω φίλος ανήκει σε ένα διευρυνόμενο κομμάτι της κοινωνίας που αρνείται να φανατισθεί, αντιλαμβάνεται πως τα ακραία ιδεολογήματα δεν στέκουν στην εποχή μας και αναζητά το αυτονόητο: μία χρηστή διαχείριση με ήθος και έναν μίνιμουμ εκμοντερνισμό του ελληνικού κράτους. Αυτό το 5% - 10% της κοινωνίας βλέπει πού και πού δελτία ειδήσεων για τον «χαβαλέ» αλλά είναι αυτό που λέμε «ψιλιασμένο» για το τι «παίζει» στα παρασκήνια. Είναι το κοινό που ιντριγκαρίσθηκε από τον Μάνο στο ΠΑΣΟΚ πριν τον καταπιεί το κόμμα και το οποίο θα ήθελε περισσότερο Μάνο και λιγότερο... Πολύδωρα στη σημερινή κυβέρνηση. (Καθημερινή, 29/11/06)

Διαβάστε ακόμα