Του Νίκου Νικολάου
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση θεωρείται, και σωστά, ο πυρήνας της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας μας και υπό την έννοια αυτή οι πολίτες συνεισφέρουν ενεργά στην οικονομική ενδυνάμωση των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), ώστε οι τελευταίοι να έχουν όλα τα διαθέσιμα μέσα για να συμβάλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη και στην ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Το ύψος της ακριβούς συνεισφοράς των πολιτών στα βάρη για τη λειτουργία των ΟΤΑ δεν είναι συνολικά προσδιορισμένο, καθώς διαχέεται σε ένα πλήθος λογαριασμών και έτσι δεν έχει μετρηθεί το μέγεθος της επιβάρυνσης. Όπως είναι γνωστό, οι δήμοι χρηματοδοτούνται κατ’ έτος με συνεχώς αυξανόμενα ποσά, υπό τη μορφή της άμεσης επιχορήγησης από τον προϋπολογισμό, ενώ επίσης διευρύνουν σταθερά τη συμμετοχή τους στα κοινοτικά προγράμματα, αλλά και στο κρατικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πολλές φορολογίες εισπράττονται από το κράτος και τα έσοδά τους στο σύνολο σχεδόν ή σε υψηλά ποσοστά πηγαίνουν στα ταμεία των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Π. χ., αυτές τις ημέρες οι πολίτες πληρώνουν τα τέλη κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα Ι. Χ., τα οποία θα εισπράξει μεν το υπουργείο Οικονομικών, αλλά θα τα επιστρέψει στους ΟΤΑ. Υπάρχει μια δυναμική αύξηση των εσόδων και ακόμη μεγαλύτερη των δαπανών των ΟΤΑ που προκαλεί ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το οποίο μιλάει για μια βραδυφλεγή βόμβα που απειλεί τελικά την επίτευξη δημοσιονομικής σταθερότητος. Ίσως δεν έχουν άδικο. Ο πρώτος, άλλωστε, που μίλησε για τη βραδυφλεγή αυτή βόμβα, ήταν ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης, ο κ. Νίκ. Χριστοδουλάκης. Οι φόβοι αυτοί, άλλωστε, δικαιολογούνται και από την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου των δαπανών στους δήμους. Ο κάθε δήμαρχος προκειμένου να παρουσιάσει έργο, με απώτερη επιδίωξη να αποκτήσει εκλόγιμη θέση, δεν διστάζει να σκορπίσει το χρήμα των φορολογουμένων σε έργα αμφιλεγόμενης αξίας, η εκτέλεση μάλιστα των οποίων δεν γίνεται πάντα με συνθήκες διαφάνειας. Γενικά, άλλωστε, αν παρακολουθήσουμε τα τελευταία χρόνια την πορεία των κρατικών δαπανών και των δαπανών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, θα διαπιστώσουμε ότι η πορεία τους δεν είναι ακριβώς παράλληλη και ότι ενώ το υπουργείο Οικονομικών περιορίζει δραστικά τις δαπάνες, οι δήμοι τις αυξάνουν χωρίς ταυτόχρονα να βελτιώνουν την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους δημότες. Ούτε η καθαριότητα ούτε η πολιτιστική δραστηριότητα είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Aλλά πέραν αυτών που λαμβάνουν απ’ ευθείας ως κρατική επιχορήγηση, οι δήμοι επιβάλλουν στους πολίτες και στις επιχειρήσεις υψηλά βάρη με τη μορφή ανταποδοτικών τελών (δημοτικά τέλη, τέλη κατάληψης πεζοδρομίων κ. λπ.) τα οποία έχουν φροντίσει να αποκρύπτουν εμμέσως αφού συνεισπράττονται με τους λογαριασμούς της ΔEH και έτσι δεν συνειδητοποιείται το χαράτσι. Kατά το 2005 π. χ. στην αξία του ηλεκτρικού ρεύματος των 3.780 εκατομμυρίων ευρώ προστέθηκαν και εισπράξεις από δημοτικά τέλη υπέρ των OTA ύψους 1.100 εκατ. ευρώ. Στους ίδιους λογαριασμούς ως γνωστόν προστίθεται και δεύτερο χαράτσι που αφορά τη χρηματοδότηση της κρατικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης των χιλιάδων υπαλλήλων! O αγανακτών για τους υψηλούς λογαριασμούς της ΔEH πολίτης, δύσκολα αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο πρέπει μια κρατική επιχείρηση –εισηγμένη μάλιστα στο Xρηματιστήριο– να κάνει τον εισπράκτορα των δήμων και ορθώς έθεσε τέτοιο θέμα ο υπουργός Ανάπτυξης. Και έχει δυο φορές δίκαιο ο κ. Δημ. Σιούφας, γιατί όπως τονίζει στην επιστολή του προς την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων, δεν φτάνει που η ΔΕΗ μαζεύει τα λεφτά για τους δήμους, οι τελευταίοι γνωρίζοντας ότι καλύπτονται με τα τιμολόγια της ΔΕΗ αυξάνουν τα δημοτικά τέλη με ρυθμούς υψηλότερους του πληθωρισμού. Από ένα ενδεικτικό πίνακα 49 δήμων της χώρας, προκύπτει ότι οι 37 καθόρισαν για το 2006 αυξήσεις που είναι πάνω από την αντίστοιχη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ και πάνω από τον πληθωρισμό φθάνοντας έως το 35,48%!!! (Καθημερινή, 29/11/06)

Διαβάστε ακόμα