Του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας και οι πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, οι αβεβαιότητες που δημιουργούν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και οι αναταραχές σε ευαίσθητα σημεία του πλανήτη και κυρίως οι δραματικές κλιματικές αλλαγές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, έχουν εντείνει τις ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας και έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς νέο σκηνικό στο τομέα της ενέργειας. Το σημερινό ενεργειακό μοντέλο όπως όλα δείχνουν έχει οδηγηθεί στα όριά του. Όλο και συχνότερα ειδικοί επιστήμονες και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών επισημαίνουν πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για το περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων ρυπαντών από τον τομέα της ενέργειας που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι επιπτώσεις στην οικονομία, το περιβάλλον και τις ανθρώπινες δραστηριότητες θα είναι τραγικές. (1) Εύλογο λοιπόν είναι, η διεθνής κοινότητα να έχει αρχίσει να προβληματίζεται και να αναζητά την επόμενη μέρα για την ενέργεια. Αυτός είναι και ο λόγος που το τελευταίο διάστημα θέματα όπως η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, οι επενδύσεις σε υποδομές και παραγωγική ικανότητα και η κλιματική αλλαγή, βρίσκονται πολύ ψηλά στην ατζέντα σχεδόν όλων των διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων των διαφόρων χωρών. Οι προβληματισμοί και οι αναζητήσεις εκτείνονται σε όλο το φάσμα των ενεργειακών δραστηριοτήτων, από την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών και λιγότερο ρυπογόνων τρόπων παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης της ενέργειας, μέχρι την «έξυπνη» διαχείριση της ζήτησης και την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών όπως οι ΑΠΕ, το υδρογόνο και η πυρηνική σύντηξη. Αυτή ακριβώς η νέα πραγματικότητα και κινητικότητα γύρω από τα ενεργειακά πράγματα διεθνώς, θέτει επί τάπητος νέες στρατηγικού και διαχειριστικού χαρακτήρα προτεραιότητες και προκλήσεις. Η διεθνής κοινότητα ως σύνολο και κάθε χώρα χωριστά είναι πλέον αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να αναζητήσει και να χαράξει μια νέα στρατηγική για την ενέργεια, με στόχο να αντιμετωπίσει τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα που προαναφέραμε. Η νέα ενεργειακή στρατηγική είναι σαφές ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης με υπερεθνικές προσεγγίσεις και επιδιώξεις, καθώς από μεγαλύτερη ευαισθησία για το περιβάλλον αλλά και από αυξημένη ευελιξία και αποδοτικότητα των ενεργειακών συστημάτων. Το εάν και κατά πόσο η νέα ενεργειακή στρατηγική θα αποδειχθεί επιτυχής θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη σταθερής και εστιασμένης πολιτικής βούλησης και δράσης, καθώς και από την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία και η περισσότερο από ποτέ παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Μέσα στα ανωτέρω πλαίσια το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι πως αντιμετωπίζει η χώρα μας αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις και προτεραιότητες. Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν φημίζονται για τα γρήγορα αντανακλαστικά τους και την αποφασιστικότητά τους να κάνουν έγκαιρα τις αναγκαίες προσαρμογές στην ενεργειακή πολιτική, ενώ και η ίδια η ελληνική κοινωνία τηρεί μια μάλλον αδιάφορη στάση απέναντι στα μεγάλα σύγχρονα ενεργειακά προβλήματα της χώρας. Αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας και της αδιαφορίας είναι η στασιμότητα και η διαρκής επιδείνωσης των προβλημάτων του ελληνικού ενεργειακού μοντέλου. Μη διαθέτοντας μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό, που να δημιουργεί ένα σταθερό και ξεκάθαρο πλαίσιο κατευθύνσεων και βασικών ενεργειακών επιλογών, η ενεργειακή πολιτική της χώρας είναι συνήθως ευκαιριακή και αποσπασματική, γεμάτη από αντιφατικότητες. Το κράτος αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη βασική αποστολή του, που μέσα στις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν είναι άλλη από τη χάραξη μιας ευδιάκριτης στρατηγικής πορείας στο τομέα της ενέργειας, που θα σηματοδοτεί την ανάπτυξη και θα σέβεται το περιβάλλον, καθώς και από τη δημιουργία κατάλληλων θεσμικών και ρυθμιστικών κανόνων για την ομαλή λειτουργία των ενεργειακών αγορών και τον έλεγχο της πιστής εφαρμογής τους. Έτσι, οι ενεργειακές αγορές δεν λειτουργούν με διαφάνεια, ενώ καθημερινά είναι τα φαινόμενα της κερδοσκοπίας, της νοθείας και της λαθρεμπορίας. Οι επενδύσεις νέας τεχνολογίας στο τομέα της ηλεκτροπαραγωγής καρκινοβατούν. Η διείσδυση του φυσικού αερίου στις τελικές αστικές χρήσεις είναι απελπιστικά αργή, όπως και των ΑΠΕ και των βιοκαυσίμων, με αποτέλεσμα οι εκπομπές ρύπων να αυξάνουν διαρκώς, με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς από εκείνους που προβλέπουν οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας στα πλαίσια του πρωτοκόλλου του Κυότο. Υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη να γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι το σημερινό ενεργειακό μοντέλο στη χώρα μας είναι χωρίς καμία αμφιβολία σπάταλο και ρυπογόνο, με πολλές παθογένειες και αναποτελεσματικότητες, που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, το περιβάλλον και τους ίδιους τους Έλληνες καταναλωτές ενέργειας. Είναι ώρα και η χώρα μας να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο για την ενέργεια, μέσα από μια συντεταγμένη διαδικασία διαβούλευσης, που θα διασφαλίζει τις αναγκαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συναινέσεις και θα προδιαγράφει με σαφήνεια τις στρατηγικές επιλογές και τις βασικές κατευθύνσεις της ενεργειακής πολιτικής, προκειμένου να οδηγηθεί προς ένα πιο αποδοτικό και λιγότερο ρυπογόνο ενεργειακό αύριο. *Χημικός, MBA Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Διαβάστε ακόμα