Του Ιωάννη Βουτσαδάκη*
Μια εξεταστική ματιά πίσω από τις κύριες μακροοικονομικές δυνάμεις πρόσφατων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης αποκαλύπτει πως ο κόσμος ισορροπεί επικίνδυνα, μεταξύ ενός συνεχώς αυξανόμενου ελλείμματος του λογαριασμού των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ και –αντιστοίχως- ενός συνεχώς αυξανόμενου πλεονάσματος των χωρών της Ασίας, της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής. Οι ΗΠΑ εισάγουν την πλεονάζουσα αποταμίευση και έτσι χρηματοδοτούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και τους υψηλούς ρυθμούς χρέωσης των καταναλωτών, διατηρώντας, όμως, τα επιτόκιά τους χαμηλά σε μια εποχή που η αποταμίευση βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Στην άλλη πλευρά του κόσμου, οι κεντρικές τράπεζες -και ειδικά της Ασίας- πρόθυμα χρηματοδοτούν το έλλειμμα των ΗΠΑ, εμποδίζοντας έτσι την ανατίμηση των εθνικών τους νομισμάτων, διατηρώντας τις εξαγωγές τους ανταγωνιστικές. Ο κίνδυνος που εγκυμονεί η συγκεκριμένη κατάσταση «ακουμπά» στο ότι η ροή των κεφαλαίων που διοχετεύονται στην αγορά των ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχιστεί και με αυξητική τάση για πολλά χρόνια ακόμα. Είναι φανερό ότι η εξομάλυνση αυτής της λεπτής ισορροπίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια σταθερή και ισορροπημένη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Η διαδικασία προσαρμογής, όμως, απαιτείται να είναι σταδιακή αφού μια απότομη ανατροπή ή επιβράδυνση αυτής της ροής μπορεί να έχει σοβαρότατη αποσταθεροποιητική επίδραση πάνω στην Παγκόσμια Οικονομία. Οι αρχικές ανησυχίες σχετικά με τη μη βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου που οδηγεί σε χρηματοοικονομική κρίση, σε ένα βαθμό έχουν πια εφησυχαστεί. Η μέχρι τώρα πορεία αποδεικνύει ότι το μοντέλο είναι βιώσιμο και θα μπορούσε να είναι για πολλά χρονιά ακόμα. Επιπλέον, η πλευρά των χωρών που προσφέρουν τα κεφάλαια είναι φανερό ότι δεν επιθυμεί την ανατροπή της κατάστασης καθώς δεν θα είναι προς όφελος τους. Έτσι, λοιπόν, απομένει η διαδικασία της ρύθμισης να ξεκινήσει από την πλευρά της ζήτησης των κεφαλαίων δηλαδή τις ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 25 χρόνια αποτελούν την κινητήριο δύναμη της παγκόσμιας ζήτησης και παραγωγής. Δεδομένης της οικονομικής ισχύς τους, η βασική υπόθεση πίσω από την απειλή της παγκόσμιας αποσταθεροποίησης στηρίζεται, αφενός στον βαθμό της επίπτωσης που θα έχει στην παγκόσμια ζήτηση μια ενδεχομένη απότομη μείωση των δαπανών των Αμερικανών καταναλωτών, και αφετέρου στον βαθμό που οι οικονομίες της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των αναδυομένων χωρών θα μπορούσαν να προσφέρουν στήριξη στην παγκόσμια ζήτηση. Το 2005 οι καταναλωτικές δαπάνες στις ΗΠΑ έφτασαν συνολικά τα 8,7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό είναι κατά 25% μεγαλύτερο από το σύνολο των καταναλωτικών δαπανών της Ευρώπης, είναι κατά 3,3 φορές μεγαλύτερο από το επίπεδο της καταναλωτικής ζήτησης στην Ιαπωνία, είναι 8-9 φορές το μέγεθος της κινεζικής κατανάλωσης και 20 φορές το μέγεθος των καταναλωτικών δαπανών της Ινδίας. Το συμπέρασμα από αυτά τα μεγέθη είναι ότι βραχυπρόθεσμα μια απότομη μείωση των δαπανών των Αμερικανών καταναλωτών θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στους παγκόσμιους ρυθμούς ανάπτυξης. Σε μακρύτερο χρονικό ορίζοντα και καθώς η δομική ακαμψία της Ευρώπης και της Ιαπωνίας θα έχει καμφθεί, τα επίπεδα αποταμίευσης στην Κίνα θα έχουν μειωθεί, ενώ οι πολιτικές ενθάρρυνσης παραγωγικών επενδύσεων θα έχουν αρχίσει να αποδίδουν, είναι λογικό οι ρυθμοί κατανάλωσης να τονωθούν και οι χώρες αυτές να προσθέσουν στην παγκόσμια ζήτηση. Καθώς η αμερικανική οικονομία αναμένεται να μειώσει τον ρυθμό ανάπτυξής της στο ερχόμενο έτος, λόγω της ανατροπής της ισχύουσας κατάστασης στην αγορά κατοικιών, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αντιμετωπίζει τη δύσκολη κατάσταση της διόγκωσης του πληθωρισμού. Δεδομένου του ότι σημαντικό είναι να κρατηθούν οι πληθωριστικές προσδοκίες υπό έλεγχο, περαιτέρω εφαρμογή της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής είναι αναμενόμενη. Η ύφεση της αγοράς κατοικιών στις ΗΠΑ και ιδιαίτερα το τέλος της συνεχόμενης ανατίμησης των αξιών τους, ακόμη και αν δεν αναμένεται θεαματική πτώση τους, θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στη δυνατότητα των καταναλωτών να ξοδεύουν με τους σημερινούς ρυθμούς. Τα νοικοκυριά έχουν στηρίξει τους ισολογισμούς τους πάνω στις συνεχόμενες ανατιμήσεις της αξίας των περιουσιών τους. Δανειζόμενοι πάνω στην αξία των ακινήτων τους και νιώθοντας πλουσιότεροι, ξόδευαν περισσότερα με αποτέλεσμα το καταναλωτικό χρέος σήμερα να έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη και το επίπεδο αποταμίευσης με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αποτελεί μεγάλης σημασίας ζήτημα για τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα του λογαριασμού των τρεχουσών συναλλαγών αυξάνοντας το επίπεδο αποταμίευσής τους. Γι’ αυτό τον λόγο η ανάπτυξη των καταναλωτικών δαπανών, θα πρέπει να συγκρατηθεί σε έναν χαμηλότερο ρυθμό και να αντιστραφεί η τωρινή -μη βιώσιμη- τάση των αρνητικών ρυθμών αποταμίευσης των νοικοκυριών. Αυτό, σε συνδυασμό με μια περαιτέρω υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου που θα τονώσει της εξαγωγές, θα επιφέρει σταθερή μείωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η απάντηση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ στις πληθωριστικές πιέσεις αποκτά τεράστια σημασία, αφού κάθε επιπλέον αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη, ακόμη και μεγαλύτερη από όσο αναμένεται, πτώση της αγοράς των κατοικιών. Η μεγάλη πρόκληση για τους διαχειριστές της αμερικανικής οικονομίας είναι ότι η ζητούμενη μείωση στους ρυθμούς αύξησης των καταναλωτικών δαπανών θα πρέπει να γίνει σταδιακά χωρίς να πληγούν απότομα οι εξαγωγές της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και της Κίνας με αποτέλεσμα μια παγκόσμια επιβράδυνση και οικονομική ύφεση. (Καθημερινή, 10/12/06) *Ο κ. Ι. Βουτσαδάκης είναι οικονομολόγος

Διαβάστε ακόμα