Είναι οι ημέρες των αποφάσεων, λέει, της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πορεία της Τουρκίας προς τους καταδεχτικούς τα τελευταία χρόνια κόλπους της· αυτές οι γραμμές γράφονται πριν από οποιαδήποτε απόφαση. Όχι γιατί δεν ενδιαφέρουν οι αποφάσεις, αλλά κυρίως γιατί αυτές συνιστούν τις διπλωματικές ψηφίδες της γενικής στρατηγικής κάθε ισχυρής δύναμης της Ένωσης· η γενική στρατηγική της ίδιας της Ένωσης ως συνόλου δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να είναι άλλη από τη συνισταμένη των επιμέρους στρατηγικών καθενός από τους ισχυρούς. Θα επανέλθω σε όλα αυτά, καθώς θα προσπαθώ να περιγράψω πώς κατανοώ τη λεγόμενη ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Αν ενδιαφέρει η περίπτωση της σχέσης Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ένωσης ασύγκριτα περισσότερο από όσο η διεύρυνση προς Βουλγαρία και Ρουμανία ή προς τις βαλτικές χώρες, είναι γιατί η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που χτύπησε την πόρτα ενός κόσμου με τον οποίο ιστορικά έχει πολύ μικρή σχέση· ο μόνος τομέας όπου η Τουρκία έχει αναγκαστικά υιοθετήσει τις δυτικές πρακτικές ή και λογικές είναι ο τομέας των επιχειρήσεων· οι πολιτικές στους άλλους τομείς, από αυτόν των ενδοεξουσιαστικών ψευδοσυγκρούσεων έως τα εκβιαστικά τσαλιμάκια στην εξωτερική πολιτική ως προς τους τακτικισμούς μόνον θυμίζουν τους Οθωμανούς πασάδες. Στην ουσία πρόκειται για πολιτικές που δεν μπορούν να φτάσουν το επίπεδο των σουλτανικών της άλλοτε πανίσχυρης Αυτοκρατορίας· στηρίζονται στην απειλή και στην επίδειξη βίας εναντίον όλων των γειτονικών κρατών. Η σημερινή Τουρκία διοικείται από κεμαλικούς, του κοσμικού αντί του θεοκρατικού κράτους, πασάδες, πολιτικούς και στρατιωτικούς - ένας τρίτος πανίσχυρος πόλος εξουσίας είναι οι δικαστικοί -, οι οποίοι δεν επιθυμούν να αλλάξουν καμία από τις δομές και κανέναν από τους αντιδημοκρατικούς θεσμούς του κράτους· τι ζητούν άραγε οι κεμαλικοί πασάδες από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ζητούν, πρώτα πρώτα, λεφτά από τα διάφορα ταμεία και από τις επενδύσεις που θα έρθουν· το δεύτερο είναι να μεταβληθούν σε ισχυρό, ευρωπαϊκό πια, αφεντικό της ευρύτερης περιοχής· να «παίξουν» ως ο μπαμπούλας όλων των γειτόνων τους, που θα μειώνει τον ρόλο τους, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της Ένωσης. Όλα αυτά ή είναι γνωστά ή μπορεί κανείς εύκολα και βάσιμα να τα υποθέσει. Επομένως, τα μεγάλα ερωτήματα παραμένουν για την Ευρωπαϊκή Ένωση: εκείνη τι ζητάει από την Τουρκία, ενώ γνωρίζει τα παραπάνω και ενώ έχει μια υποψήφια για ένταξη χώρα που κατά την πρώτη φάση της πορείας της δεν τήρησε ούτε έναν από τους όρους που ενυπογράφως είχε δεσμευτεί να τηρήσει σε συγκεκριμένο χρόνο και μάλιστα βάζει δικούς της όρους εκ των υστέρων για να τιμήσει, όπως λένε, την υπογραφή της; Και τι είναι αυτό το ζωτικό γι' αυτήν ώστε, ύστερα από όλα αυτά και ενώ, μάλιστα, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ένα από τα μέλη της Ένωσης, να αφήνει «την πόρτα ανοιχτή» και να συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις; Χρειαζόμαστε λοιπόν απάντηση, μάλλον απαντήσεις. Μία απ' αυτές είναι η μεγάλη αγορά για διάθεση ευρωπαϊκών προϊόντων· σε ποιο βαθμό όμως η απορροφητική ικανότητα ευρέων στρωμάτων της σημερινής τουρκικής κοινωνίας μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στη διακίνηση της ευρωπαϊκής παραγωγής; Μια άλλη απάντηση θα ήταν η φθηνή εργασία για τις αυριανές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που θα εγκατασταθούν στην Τουρκία, το φθηνό κόστοςπαραγωγής· σε ποιο βαθμό όμως το κέρδος από το φθηνό κόστος παραγωγής θα μπορέσει να αντισταθμίσει το κόστος από την κοινωνική αναστάτωση που θα προκαλέσουν τα στίφη των Τούρκων που θα ζητήσουν εργασία στην Ευρώπη, όπου η ανεργία είναι ήδη μέγιστο πρόβλημα; Μια τρίτη απάντηση θα ήταν ότι με τη συνεχή ένταξη νέων χωρών στους κόλπους της, η Ευρώπη θα ισχυροποιείται απέναντι στις ΗΠΑ· σε ποιο βαθμό όμως ένα τέτοιο επιχείρημα δεν είναι αυταπάτη, όταν μάλιστα η πλειοψηφία των χωρών της Ένωσης είναι δεμένη στο άρμα του «αμερικανικού ονείρου»; Είναι δυνατόν να μη γνωρίζει η Ευρώπη ότι οι ΗΠΑ είναι πανίσχυρος παντοκράτορας και θα είναι για πολύ ακόμη; Και άλλες τέτοιες απαντήσεις θα μπορούσε να αραδιάσει κανείς. Φοβούμαι όμως ότι η πραγματικότητα βρίσκεται αλλού και έχει να κάνει με την αποτυχία της Ένωσης να συγκροτηθεί σε ενιαίο σύστημα με κοινές αρχές και κοινούς πόθους, με νέους θεσμούς και ιδιαίτερους κανόνες· αυτό, τέλος πάντων που είπα πριν: ένα αναγνωρίσιμα κοινό σύστημα. Και γι' αυτό έχει αφεθεί να επιστρέψει στην κατάσταση της ΕΟΚ, όπου όσοι μετέχουν δεν χρειάζεται να έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, αρκεί να είναι κοινοί οι νόμοι λειτουργίας της αγοράς. Σ' αυτό το θλιβερό συμπέρασμα νομίζω ότι οδηγούμαστε από την όποια έως τώρα σχέση Ευρώπης - Τουρκίας. Ως προς αυτό είναι που έχει ηττηθεί η Ευρώπη. (ΤΑ ΝΕΑ , 19/12/2006) *Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Διαβάστε ακόμα