Στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο της Κοπεγχάγης αποφασίστηκε η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αυτό αποτελεί μια ιστορική εξέλιξη για όλη την Ευρώπη. Η ένταξη δέκα νέων μελών στην ΕΕ αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα για τη επανένωση της ηπείρου μας. Ταυτόχρονα, όμως, η διχογνωμία γύρω από τη μελλοντική σχέση της ΕΕ με την Τουρκία δείχνει και την υπαρκτή ανάγκη να τεθούν όρια στις μελλοντικές διευρύνσεις. Είναι γι’ αυτό αναγκαίο η ΕΕ να αποφασίσει αν επιθυμεί μια πολιτική ισχυρή Ευρώπη ή μια αποδυναμωμένη και χαλαρή συνεργασία στον χαμηλότερο κοινό παρανομαστή. Η ιστορική ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ αποτελεί δικαίωση πρώτα πρώτα των αγώνων του κυπριακού λαού και της ηγεσίας του που πέτυχαν έγκαιρα και αδιαμφισβήτητα την εκπλήρωση όλων των ευρωπαϊκών κριτηρίων. Αποτελεί επίσης δικαίωση των δυνατοτήτων που διανοίγονται για τον Ελληνισμό, όταν αξιοποιεί τα πλεονεκτήματά του: με εθνική συναίνεση υιοθετήθηκε έτσι από την ημέρα της αίτησης που υπέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία για ένταξη (Ιούλιος 1990, επί κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη) μια κοινή στρατηγική Ελλάδας και Κύπρου που αποσκοπούσε πρωταρχικά στην ένταξη στην ΕΕ, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ασφάλεια της Κύπρου και η διαπραγματευτική θέση των Ελληνοκυπρίων απέναντι στους Τουρκοκυπρίους. Ο στόχος αυτός φαίνεται ότι εκπληρώνεται χωρίς την επιβολή του σχεδίου Αναν που είναι σίγουρα δυσλειτουργικό και προβληματικό ως προς τη βιωσιμότητά του, ενώ αποκλίνει σε βασικά σημεία του και μόνιμα από το κοινοτικό κεκτημένο και τις ευρωπαϊκές ελευθερίες. Από την πρώτη ανάγνωση των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης προκύπτει ότι έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις για την επίλυση του προβλήματος ως την 28η Φεβρουαρίου. Παραμένουν όμως ίσως ορισμένα ερωτηματικά για το τι θα συμβεί αν δεν έχει επιτευχθεί λύση ως τότε. Σε κάθε όμως περίπτωση, η επιλογή της ένταξης χωρίς λύση ήταν ο εθνικός στόχος, αυτόν υποστήριξε με όλες τις δυνάμεις της και η ΝΔ και είναι σημαντική και θετική εξέλιξη το γεγονός ότι δεν συνδέθηκε στην Κοπεγχάγη με την αποδοχή του σχεδίου Αναν. Ερωτηματικά όμως δημιουργούνται και από την υιοθέτηση του Παραρτήματος 2 σχετικά με τον ευρωστρατό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με το κείμενο αυτό η Τουρκία, όχι μόνο κατοχυρώνει τα ήδη γνωστά δικαιώματα που απέκτησε σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και τα διευρύνει. Επιφυλάσσεται δηλαδή στην Κύπρο ένα καθεστώς μειωμένων δικαιωμάτων, αφού της απαγορεύεται (με υπογραφή και της ελληνικής κυβέρνησης) η πρόσβαση στο στρατιωτικό σκέλος της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Μάλιστα ο κ. Παπανδρέου συνέδεσε την υποβάθμιση αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε κράτος-μέλος μειωμένων δικαιωμάτων με την αποστρατικοποίησή της. Η τελευταία προβλέπεται όμως απλώς στο σχέδιο Αναν, το οποίο δεν έχει βέβαια υιοθετηθεί ως σήμερα τουλάχιστον. Συμπερασματικά, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αποτελεί σημαντικό κέρδος τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον Ελληνισμό και απαιτεί πλέον τις κατάλληλες εκείνες κινήσεις που θα ενισχύσουν την ασφάλεια και την ισότιμη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, αλλά και θα συμβάλουν στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και χωρίς εκβιαστικά διλήμματα. (*ο κ. Ι. Βαληνάκης είναι καθηγητής, γραμματέας Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενωσης της νέας Δημοκρατίας. To άρθρο αυτό του κ. Ι. Βαληνάκη δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», στις 14/12/02)

Διαβάστε ακόμα