Του Κ.Ν. Σταμπολή
Μάλλον άσχημα ξεκίνησε ο νέος χρόνος για το Υπουργείο Ανάπτυξης λόγω της σοβαρής εκκρεμότητας της οριστικής πολιτικής συμφωνίας για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, η υπογραφή της οποίας έχει μεταφερθεί πλέον για το Α’ τρίμηνο του 2007. Μια συμφωνία η οποία έπρεπε να είχε κλείσει από τον περασμένο Οκτώβριο, δηλ. αμέσως μετά την πολυδιαφημισμένη επίσκεψη του προέδρου Πούτιν στην Αθήνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με στόχο την ολοκλήρωση της συμφωνίας εντός του 2006 ο πρόεδρος Πούτιν έστειλε στην Αθήνα δύο υψηλόβαθμούς κυβερνητικούς αξιωματούχους: τον πρωθυπουργό Φράντκοφ στις αρχές Οκτωβρίου και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Άμυνας κ. Σεργκέι Ιβανόφ, στις αρχές Δεκεμβρίου. Παρά την εμφανή αυτή πολιτική και διπλωματική πίεση, τα συμβαλλόμενα μέρη (Ελλάδα-Βουλγαρία-Ρωσία) δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στις απαραίτητες αμοιβαίες υποχωρήσεις που θα καθιστούσαν εφικτή μια συμφωνία. Όπως τονίζουν καλά ενημερωμένοι κύκλοι που πρόσκεινται στην Ελληνική κοινοπραξία (ΕΛΠΕ, Λάτσης, Κοπελούζος), η αιτία του σημερινού αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις οφείλεται στην επιθυμία της Μόσχας να ελέγξει πλήρως το επιχειρηματικό σχήμα που θα κατασκευάσει και θα λειτουργεί τον αγωγό. Μια τακτική που εμπίπτει στην γενικότερη πολιτική κατεύθυνση του Κρεμλίνου για πλήρη έλεγχο των ενεργειακών έργων και αγορών στις οποίες μετέχει η Ρωσία. Μια θέση που οδήγησε πρόσφατα στην εκπαραθύρωση της Shell με δυσμενείς οικονομικούς όρους από τον ρόλο του operator και βασικού μετόχου στο έργο Σαχαλίνη–2, την απομάκρυνση της Total από το κοινοπρακτικό σχήμα για την αξιοποίηση του κοιτάσματος Stokhman, τη διάλυση της Yukos και την είσοδο της Gazprom στην Γαλλική αγορά, για να αναφερθούμε μόνο σε μερικά πρόσφατα γνωστά παραδείγματα. Βάσει της πιο πρόσφατης συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, η Ρωσική πλευρά ελέγχει σήμερα το 51% της υπό σύσταση κοινής εταιρείας “Transbalkan”, η Ελλάδα το 24,5% και η Βουλγαρία το υπόλοιπο 24,5%. Οι Ρώσοι απαίτησαν και πήραν το 51% υπό το πρόσχημα-απειλή ότι αφού αυτοί θα ελέγχουν την τροφοδοσία του αγωγού με αργό μέσω των πετρελαϊκών εταιρειών Transneft, GaspromNeft, Rosneft και TNK-BP, οι οποίες θα τον τροφοδοτούν με 40-50 εκατ. τόνους πετρελαίου τον χρόνο, θα πρέπει να ελέγχουν και τη λειτουργία του ίδιου του αγωγού. Δηλαδή, πρίν καν ξεκινήσει η οποιαδήποτε εμπορική συνεργασία επεκράτησε η μονοπωλιακή αλλά και πρωτόγονη, λαμβανομένων υπ’ όψη των κανόνων λειτουργίας της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, τοποθέτηση του Κρεμλίνου. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, ο προμηθευτής, δηλ. οι Ρωσικές εμπορικές εταιρείες, πρέπει να ελέγχει και τις εξαγωγικές διαδρομές. Με αυτή τη λογική, όμως, και η Σαουδική Αραβία και οι άλλες χώρες της Αραβικής χερσονήσου έπρεπε να έχουν υπό την ιδιοκτησία τους όλα τα tankers που μεταφέρουν πετρέλαιο από τον Κόλπο στις Δυτικές αγορές! Είναι απορίας άξιον, δε, πώς η Ελληνική κυβέρνηση, με την στήριξη και αίγλη που της προσδίδει ο Ελληνικός εμπορικός στόλος, δέχθηκε αμαχητί το κούφιο αυτό επιχείρημα της Μόσχας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ρωσική πλευρά απείλησε με αποχώρηση από το έργο και την επιλογή άλλης παρακαμπτηρίας οδού για τη διοχέτευση των πετρελαίων της στη Δύση σε περίπτωση που δεν της παραχωρείτο ο έλεγχος του αγωγού. Σε μια μοναδική έκλαμψη realpolitik, τον περασμένο Οκτώβριο η Ελληνική πλευρά απεφάσισε έναν τακτικό ελιγμό, υποχωρώντας από το μέχρι τότε ποσοστό συμμετοχής της, δηλ. το 1/3, παραχωρώντας το κρίσιμο 8,8% στην Ρωσική πλευρά και αναγκάζοντας τη Βουλγαρική πλευρά να πράξει το ίδιο. Το στρατηγικό όφελος από τη δημιουργία μίας ακόμα διεθνούς ενεργειακής διασύνδεσης σε μια γεωγραφικά ευαίσθητη περιοχή της χώρας προφανώς υπερίσχυσε έναντι οιονδήποτε οικονομικών ανταλλαγμάτων. Το δύσκολο στην υπόθεση είναι ότι η Βουλγαρία, εάν και έχει δεχθεί την αναγκαιότητα μείωσης του ποσοστού της στο έργο, δεν μπορεί να αφομοιώσει πολιτικά την έκπτωση αυτή και απαιτεί τώρα οικονομικά ανταλλάγματα, αφού για την Βουλγαρική κυβέρνηση η λειτουργία του αγωγού στο έδαφός της δεν θα έχει την ίδια στρατηγική βαρύτητα όπως στην περίπτωση της Ελλάδος. Έτσι, οι προσπάθειες των τελευταίων ημερών έχουν επικεντρωθεί στην εξεύρεση μιας συμβιβαστικής φόρμουλας για την αποζημίωση της Βουλγαρικής πλευράς. Το όλο θέμα, δε, περιπλέκεται περαιτέρω με την είσοδο των Καζάκων, οι οποίοι διαδίδουν ότι η Μόσχα τους έχει υποσχεθεί μερίδιο στον Transbalkan, λόγω της συμμετοχής τους στον περίφημο πετρελαιαγωγό CPC, που μεταφέρει καζακικό πετρέλαιο από τα κοιτάσματα του Karachaganak, από το Tengiz στο Νοβοροσίσκ της Μαύρης Θάλασσας. Ως γνωστόν, η Ρωσική πλευρά προσπαθεί και εδώ να ελέγξει το επιχειρηματικό σχήμα, δηλ. το operation company του αγωγού, στον οποίο συμμετέχουν εταιρείες από το Καζακστάν, το Ομάν, τη Ρωσία, καθώς και η αμερικανική Chevron. Ενώ υπάρχει άμεση ανάγκη για αύξηση της μεταφορικής ικανότητας του αγωγού στα 67 εκατ. τόνους το έτος (περίπου 1,4 εκατ. βαρ./ημέρα) και οι εργασίες αναβάθμισης έπρεπε να είχαν ήδη ξεκινήσει, η Ρωσική πλευρά, μέσω της Transneft (που συμμετέχει στον Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη), έχει υποσχεθεί μερίδιο στην εθνική εταιρεία πετρελαίου του Καζακστάν, την KazMunaiGaz. Όμως, αυτό που δεν έχει ακόμη ξεκαθαρισθεί είναι από ποιόν θα αγοράσουν μερίδιο οι Καζάκοι αφού οι Ρωσικές εταιρείες κάθε άλλο παρά δέχονται να συζητήσουν την πώληση δικού τους ποσοστού. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, η Transneft ευελπιστεί ότι η Ελληνική πλευρά θα κάνει ακόμη μία υποχώρηση, μειώνοντας περαιτέρω το ποσοστό της κατά τουλάχιστον 10% - δηλαδή αυτό να φθάσει στο 14,6% - και μάλιστα άνευ οικονομικών ανταλλαγμάτων. Δεν αποκλείεται μάλιστα, εάν η Chevron, ως βασική μέτοχος του CPC, ζητήσει και αυτή να λάβει μέρος, το Ελληνικό ποσοστό να μειωθεί ακόμα περισσότερο και να καταλήξει στο 5% - όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει πριν από λίγους μήνες ένας από τους βασικούς εταίρους του Ελληνικού κοινοπρακτικού σχήματος. Είναι πιθανό ότι η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε φθάσει σε αυτή την κατάσταση των συνεχών υποχωρήσεων και απαράδεκτων εκπτώσεων εάν η πολιτική ηγεσία που είχε αναλάβει τον υπεύθυνο χειρισμό της όλης υπόθεσης (μετά τον Μάρτιο του 2004) δεν είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα, διακηρύσσοντας urbi et orbi την αναγκαιότητα κατασκευής του έργου και επίεζε τόσο απροκάλυπτα τις άλλες δύο πλευρές για μια πρώιμη πολιτική συμφωνία (Απρίλιος 2005). Που, όπως αποδείχθηκε, κάθε άλλο παρά συμφωνία ήτο, αφού δεν ήτο καθόλου δεσμευτική σε επίπεδο εταιρειών. Την, για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, επίσπευση της Ελληνικής πλευράς εκμεταλλεύτηκαν δεόντως οι Ρώσοι οι οποίοι δια του ιδίου του προέδρου τους Βλαντιμίρ Πούτιν, προχώρησαν την κατάλληλη στιγμή σε εντυπωσιακή παρέμβαση, εξασφαλίζοντας το πάνω χέρι. Τώρα η Ρωσική πλευρά, αξιοποιώντας την εμπειρία της από την επιθετική ενεργειακή διπλωματία που ακολουθεί τους τελευταίους 12 μήνες, προσπαθεί μέσω του Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη να χειραγωγήσει τον άλλο, κρίσιμο για τα συμφέροντα του Καζακστάν, αγωγό CPC, επιχειρώντας έτσι να ελέγξει ένα βασικό μέρος των Καζάκικων εξαγωγών πετρελαίου προς της Δύση. Φαίνεται ότι εάν δεν συμφωνηθούν νέοι όροι λειτουργίας του CPC, που να ικανοποιούν το Κρεμλίνο, δεν θα επέλθει πρόοδος στον Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, παρατηρούν ενεργειακοί αναλυτές στη Μόσχα που γνωρίζουν το θέμα. «Μόλις επέλθει συμφωνία για την αναβαθμισμένη συμμετοχή της Transneft στο CPC, τότε ως δια μαγείας θα ρυθμιστούν όλες οι εκκρεμότητες στο έργο του Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης», συμπληρώνουν με νόημα οι ανωτέρω κύκλοι.

Διαβάστε ακόμα