Του Στυλιανού Ιω. Δράκου, Υποστρατήγου ε.α.
Ελάχιστοι εις ολόκληρο τον κόσμο διέβλαψαν τις διεθνείς επιπτώσεις της ισλαμικής επανάστασης στην Περσία το 1979, όπου ένα μοναρχικό καθεστώς κατέρρευσε και αντικατεστάθη από ένα κλιρικιστικό καθεστώς, εις το οποίον τον πρώτο λόγο είχαν οι διώξεις και η τρομοκρατία. Κάτι, αν όχι χειρότερο, οπωσδήποτε εφάμιλλο του καθεστώτος των μπολσεβίκων, μετά την επικράτησή των στη Ρωσία το 1917. Από του 1979 κυρίως, ο Ισλαμισμός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο, που οπωσδήποτε δεν είναι εκείνο το οποίο ενεφάνιζε μέχρι τότε, ότι δηλαδή πρόκειται για μια μονοθεϊστική θρησκεία, όπως και οι λοιπές στην υφήλιο. Απέδειξε στην πράξη ότι, κατ’ ουσίαν είναι περισσότερο πολιτικός λόγος, με στρατηγικούς σκοπούς και επιδιώξεις. Ως πολιτικό λόγος ο ισλαμισμός, αμφισβητεί και εν τέλει μάχεται τον δυτικό πολιτισμό και δεν αποδέχεται τις αξίες και τις αρχές του. Πολύ περισσότερο αμφισβητεί την δημοκρατία, την οποία ουδέποτε και ουδαμού έχει αποδεχθεί σαν πολιτικό σύστημα και κυρίως σαν αξία του πολιτισμού. Για τους οπαδούς του Ισλάμ, η λαϊκή κυριαρχία, θεμέλιο του πολιτεύματος των πολιτισμένων κρατών, φαίνεται ουτοπία αν μη, παραδοξότης. Στο βάθος της συνειδήσεως των, ο Χαλίφης παραμένει ο θεόσταλτος ηγέτης, ο οποίος θα οδηγήσει το Ισλάμ στην τελική επικράτησή του. Ακόμη και σε μουσουλμανικές χώρες, στις οποίες έχει επικρατήσει το κοσμικό κράτος, όπως στην Τουρκία, την Αίγυπτο και άλλες, η δημοκρατία, όπως τουλάχιστον νοείται στον δυτικό κόσμο, ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει. Από τις εμφανίσεις του Μωαμεθανισμού ως θρησκείας (622 μ.Χ) και της επικρατήσεώς του, όπου επικράτησε, διεφάνησαν οι πολιτικοί σκοποί του, οι οποίοι άλλωστε εμπεριέχονται και στο Κοράνιο. Το ιερό αυτό κείμενο των απανταχού μουσουλμάνων, ως γνωστόν, δεν αρκείται στις περί Θεού δογματικές και λατρευτικές δοξασίες του, αλλά εμπεριέχει και μη θεολογικούς κανόνες, όπως π.χ. ποινικού και αστικού δικαίου. Το πλέον σημαντικό εις αυτό το κείμενο είναι η ύπαρξη και πολιτικών κανόνων, δια των οποίων σκιαγραφείται η παγκόσμιος επικράτηση της Μουσουλμανικής θρησκείας και στους οποίους διαλαμβάνεται ως μέσον και ο λεγόμενος θρησκευτικός πόλεμος (Τζιχάντ). Η πολιτική γραμμή του Ισλάμ εκφράζεται από το ισλαμικό πανεπιστήμιο και μεγάλο θρησκευτικό κέντρο του Καΐρου «Αλ-Αζάρ», το οποίο φέρεται ιρδυθέν το 969, τουτέστιν πρόκειται περί του αρχαιότερου πανεπιστημίου. Συγκεκριμένα, η πολιτική του Ισλάμ διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια διασκέψεων της «Ισλαμικής Ακαδημίας Ερευνών», οι οποίες πραγματοποιούνται στο Αλ-Αζάρ και μετέχουν οι πιο διάσημοι θεολόγοι των περισσοτέρων μουσουλμανικών χωρών. Τις σχετικές αποφάσεις της Ισλαμικής Ακαδημίας παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή όλες οι μουσουλμανικές χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία, όπου ο κρατών Κεμαλισμός, δεν αφήνει περιθώρια αναλόγων σκέψεων και ενεργειών, λόγων των υφιστάμενων βασικών και αγεφύρωτων αντιθέσεων του προς τον Ισλαμισμό. Ο κατά ανωτέρω διαμορφούμενος Ισλαμισμός υπερβαίνει τον δογματικό φονταμενταλισμό, ταυτιζόμενο με το Έθνος περισσότερο και ο οποίος συνιστά την πολιτικοποίηση της θρησκείας, ή κατ’ άλλους, την θρησκειοποίηση της πολιτικής. Ο Ισλαμισμός, ως πολιτική έκφραση επικαλύπτει και αδρανοποιεί και τα υπάρχοντα στους Μουσουλμάνους θεολογικά σχίσματα, όπως συμβαίνει με τους Σουνίτες και Σιίτες, και τούτο, χάριν πολιτικού σκοπού, όπως λ.χ. η απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Για ορισμένους πολιτικούς αναλυτές, ο Ισλαμισμός έχει θέσει σαν κύριο σκοπό του τον αφανισμό των «απίστων» για την παγκόσμια επικράτησή του, άποψη ασφαλώς ακραία. Όμως, η υιοθέτηση απ’ αυτόν της τρομοκρατίας, ως μεθόδου διεξαγωγής του «ιερού πολέμου» (Τζιχάντ) αποκαλύπτει μιαν απάνθρωπη μορφή του Ισλάμ και παντελή έλλειψη ηθικών αναστολών. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες (11/09/01), όσον και στη Βρετανία, Ισπανία και απανταχού, συνιστούν αψευδή μαρτυρία της ολοκληρωτικής αντιλήψεως και ιδεολογίας του Ισλαμισμού. Ορισμένοι, μάλιστα, ομιλούν για σύγκρουση πολιτισμών. Και αν αυτό δεν συμβαίνει ακόμη οπωσδήποτε κυοφορείται. Πέραν όλων αυτών, ελάχιστοι επίσης γνωρίζουν τις διώξεις, που και σήμερα, υφίστανται θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες σε μουσουλμανικά, κυρίως, κράτη. Κατά τον Δρα. Πωλ Μάρσαλ, στέλεχος του «Κέντρου για τη Θρησκευτική Ελευθερία», που εδρεύει στην Ουάσινγκτον, «200 εκατομμύρια χριστιανών εις ολόκληρο τον κόσμο, διαβιούν υπό συνθήκας βίας και διώξεων, λόγω της πίστεως των, με τις παρεπόμενες εις βάρος των διακρίσεις στην εκπαίδευση, την εξεύρεση εργασίας και την περιουσία». Το Ελληνικό Έθνος έχει πικράν πείραν των κατά περιόδους εις βάρος του διωγμού και γενοκτονιών εκ μέρους της μουσουλμανικής Τουρκίας, καίτοι επικρατεί εκεί, το κοσμικό κράτος. Και σήμερα ακόμη η χώρα αυτή, η οποία κρύβει τη θύρα της Ευρώπης, παράλληλα κραδαίνει την σπάθη και απειλεί με εξοστρακισμό το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους ολίγους εναπομείναντες στην πόλη Χριστιανούς. Το συμπέρασμα εκ της ανωτέρω θεωρήσεως του Ισλάμ είναι ότι ο κίνδυνος μιας γενικότερης αναφλέξεως δεν πρέπει να αποκλεισθεί, αν δεν ληφθούν θαρραλέα μέτρα εκτονώσεως της επικρατούσης εντάσεως με πρώτο, την άμεση ανακήρυξη του παλαιστινιακού κράτους και ευθύς μετά, την ανακήρυξη του «Ελεύθερου Κουρδιστάν». Ίσως τότε, πεισθούν και οι μουσουλμάνοι ότι εκτός του «Τζιχάντ», υπάρχουν καλύτεροι τρόποι επιβιώσεως, όπως λ.χ. η ειρηνική συνύπαρξη και η αμοιβαία κατανόηση, πράγμα που σημαίνει ότι και το Ισραήλ έχει δικαίωμα ως κρατική οντότης. (ΕΣΤΙΑ, 6/12/06)

Διαβάστε ακόμα