Του Β. Α. Κόκκινου
Στις «σύγχρονες» κοινωνίες εξέλιπεν ο φόβος του Θεού και του Τύπου. Ο φόβος του Θεού συγκρατούσε τους ανθρώπους από τη διάπραξη αδίκων, παρανόμων και ανηθίκων πράξεων. Και ο φόβος του Τύπου απέτρεπε τους πολίτες, και ιδιαιτέρως τους πολιτικούς, από πράξεις και παραλείψεις προφανώς άδικες ή αντεθνικές ή σκανδαλώδεις. Αλλά πώς να παραμείνει ο φόβος του Θεού, όταν και αυτή η Αγία Έδρα του Βατικανού διατηρεί κερδοφόρες επιχειρήσεις, ευρίσκει δε μιμητές στις άλλες Εκκλησίες; Και πώς να υπάρχει ο φόβος του Τύπου, όταν η Εισαγγελική Αρχή κωφεύει στις καταγγελίες του για αξιόποινες πράξεις; Σήμερα υπολογίζονται μόνο οι επίμονες αντιδράσεις των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Διότι αποτείνονται σε απεριόριστο αριθμό ακροατών και τηλεθεατών, δημιουργούν δε άμεσες και εύκολες εντυπώσεις. Ενώ τα κείμενα προϋποθέτουν ανάγνωση και κατανόηση. Και ως εκ τούτου είναι από τη φύση τους ανιαρά για όσους δεν προβληματίζονται. Οι πολιτικοί γνωρίζουν ότι οι αναγνώστες του Τύπου αντιμετωπίζουν μοιρολατρικώς τα πράγματα και το πολύ να συμφωνήσουν με τα γραφόμενα ή και να τα εξάρουν. Προσέχουν όμως εξαιρετικώς τις παρατηρήσεις του «αριστερού» Τύπου, διότι υπολογίζουν τους αναγνώστες του. Τα κείμενα που άλλοτε ήταν δυνατόν να ρίξουν και κυβερνήσεις, στη σύγχρονη εποχή περνούν απαρατήρητα και ασχολίαστα. Όχι από τους τακτικούς αναγνώστες τους, αλλά από τους πολιτικούς προς τους οποίους απευθύνονται. Διότι οι περισσότεροι τούτων, έχοντες αποσείσει κάθε χαλινό φιλοτιμίας και ευαισθησίας, ενδιαφέρονται μόνο για όσα μπορούν να τους εξασφαλίσουν ή να βλάψουν την επανεκλογή τους. Με άλλους λόγους τους ενδιαφέρουν αποκλειστικώς οι επόμενες εκλογές και όχι οι επόμενες γενεές. Γι’ αυτό και τα εθνικά θέματα, σχεδόν δεν τους αγγίζουν. Αυτή είναι η εξήγηση της διατηρήσεως των φαινομένων σπατάλης του δημοσίου χρήματος και της ευκολίας με την οποία προσφεύγουν στο δανεισμό και επιβαρύνουν τις γενιές του μέλλοντος. Αλλά και της αδιαφορίας με την οποία αντιμετωπίζονται συνήθως τα εθνικά θέματα. Τούτο έχουν αντιληφθεί τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί μας. Κατά το παρελθόν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου των Σκοπίων, ερωτηθείς από δημοσιογράφο, γιατί η κυβέρνησή του επιμένει επί του ονόματος της χώρας τους, αφού οι Έλληνες δηλώνουν πως θα εμποδίσουν την ένταξή της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αν εξακολουθήσουν αυτή την πολιτική, απήντησε: «Έτσι συνήθως λένε οι Έλληνες, αλλά στο τέλος υποχωρούν». Έχοντες αυτή την πεποίθηση οι Σκοπιανοί ήταν φυσικό να κλιμακώσουν την περαιτέρω πρόκλησή τους, και να ονομάσουν το αεροδρόμιό τους «Αλέξανδρος ο Μέγας». Εμείς δεν σκεφθήκαμε να δώσουμε το όνομα του Έλληνα Στρατηλάτη της αρχαιότητας τουλάχιστον στο αεροδρόμιο της Φλώρινας. Ούτε να προβάλλουμε τον ανδριάντα του στην πρωτεύουσά μας. Οι δηλώσεις των Ελλήνων αρμοδίων υπουργών περί του ότι η τελευταία ενέργεια των Σκοπίων δεν συνάδει με την επιθυμία τους να ενταχθούν στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ ήταν χλιαρότατες έως απρόσφορες για να συνετίσουν τους Σκοπιανούς και να αποτρέψουν τον γέλωτά τους. Ομοία ήταν και η αντίδραση του μεγαλυτέρου μέρους του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος στην ιταμή αυτή ενέργεια των γειτόνων μας. Δεν υπογράφηκε κανένα ψήφισμα από βουλευτές, με τη ρητή δήλωση ότι δεν θα στηρίξουν καμμιά κυβέρνηση που θα παραλείψει να προβάλλει βέτο κατά της εντάξεως των Σκοπίων στην ΕΕ, αν δεν λυθεί το ζήτημα του ονόματος. Προτιμήθηκε δυστυχώς η σιωπή. Προδήλως για να μην ενοχληθούν οι αρχηγοί τους και δεν τους συμπεριλάβουν στις λίστες των υποψηφίων των επομένων εκλογών. Ο χρόνος τούτων επισήμως τοποθετείται στο τέλος της τετραετίας. Ανεπισήμως όμως, κατά κοινή πεποίθηση είναι επικείμενος. Διανύουμε ψυχολογικώς προεκλογική περίοδο με όλες τις συνέπειες αναστολής κάθε λύσεως σοβαρού εκκρεμούς θέματος. Την ψυχολογία αυτή έχει καλλιεργήσει η Αντιπολίτευση και υποθάλπει ο Τύπος. Τώρα, πώς θα παρακαμφθεί ο συνταγματικός φραγμός της συνδρομής σημαντικού εθνικού θέματος, για την πρόωρη προσφυγή στις εκλογές, κανένα δεν ενδιαφέρει. Στην Ελλάδα, η παραβίαση του Συντάγματος, με την ανοχή των διοριζομένων από τα κόμματα Προέδρων της Δημοκρατίας, είναι σύνηθες φαινόμενο. (ΕΣΤΙΑ, 5/1/07)

Διαβάστε ακόμα