Του Κ.Ν. Σταμπολή
Η πρόσφατη παραίτηση του επί διετίας διατελέσαντος Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ κ. Δημήτρη Μανιατάκη, θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την κυβέρνηση και ιδιαίτερα τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, διότι δεν ήτο κεραυνός εν αιθρία αλλά η απόληξη μιας εδώ και αρκετό καιρό υποβόσκουσας κρίσης. Ο κ. Μανιατάκης, ένας καθ’ όλα ικανός και καταξιωμένος μάνατζερ του ιδιωτικού τομέα, οικονομολόγος με άριστη γνώση της Ελληνικής και διεθνούς χρηματαγοράς, είναι άνθρωπος των επιχειρήσεων, με πολύ καλές διασυνδέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξαιρετικός χειριστής του ανθρώπινου δυναμικού, ήτο ό,τι καλύτερο μπορούσε να έχει η ΔΕΗ στο τιμόνι της. Και σωστή εποπτεία για τα οικονομικά και την καθημερινή λειτουργία της Επιχείρησης είχε εμπεδώσει και μακροπρόθεσμους στόχους είχε θέσει και νέες δραστηριότητες (ειδικά στη Ν.Α. Ευρώπη) είχε ξεκινήσει και όραμα για την ανάπτυξη της Επιχείρησης διέθετε. Ο κ. Μανιατάκης δεν έφυγε από τη ΔΕΗ διότι απέτυχε στην αποστολή του ή διότι απεδείχθη ανεπαρκής. Οι λόγοι που ώθησαν τον κ. Μανιατάκη στην παραίτηση, και θα ωθούσαν οποιοδήποτε διευθυντικό στέλεχος που σέβεται τον εαυτό του και έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, είναι ο σφικτός εναγκαλισμός του κομματικού κράτους και το αδιέξοδο στην λειτουργία της ΔΕΗ που έχει δημιουργήσει μια σειρά από κυβερνητικές και μη αποφάσεις. Η παραίτηση του Διευθύνοντος Συμβούλου της μεγαλύτερης, από πλευράς απασχολούμενου προσωπικού, επιχείρησης της χώρας αντανακλά το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ΔΕΗ τα τελευταία δυο χρόνια αλλά και την αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να διαμορφώσει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού. Ναι μεν η κυβέρνηση έχει εισάγει ένα νομοθετικό πλαίσιο όπου εδραιώνεται η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις σχετικές Κοινοτικές οδηγίες, πλην όμως πολλές από τις ρυθμίσεις δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή ενώ η κυβέρνηση με κάθε τρόπο προσπαθεί να εμποδίσει το άνοιγμα της αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τρόπος λειτουργίας της Ημερήσιας Αγοράς, όπως περιγράφεται στον κώδικα, στην πράξη είναι τελείως διαφορετικός. Η καθοδική πορεία της Επιχείρησης καταγράφεται ανάγλυφα στη διαχρονική πορεία των καθαρών κερδών της, τα οποία το 2003 ήταν 306,4 εκατ.€, το 2004 ήταν 293,2 εκατ.€, για να σημειώσουν κατακόρυφη πτώση το 2005 στα 135,7 εκατ. €, η οποία συνεχίστηκε και το 2006, αφού το τρίτο τρίμηνο η Επιχείρηση κατέγραψε για πρώτη φορά από τότε που έγινε Α.Ε. ζημιές 24 εκατ.€. Με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Επιχείρηση, το πρώτο εννεάμηνο του 2006 τα καθαρά κέρδη της μειώθηκαν κατά 53,7% σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2005, και διαμορφώθηκαν στα 72,2 εκατ.€, παρά την αύξηση των εσόδων από τις πωλήσεις ηλεκτρισμού κατά 10,4%. Σε μείζων πρόβλημα αναδεικνύεται εξ’ άλλου η μείωση στην παραγωγή των λιγνιτικών μονάδων, που φθάνει στο 9% το ενδεκάμηνο του 2006, η οποία αναπληρώνεται με αγορές ηλεκτρικής ενέργειας από την χονδρεμπορική αγορά. Για τα κακά οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ δεν φταίει φυσικά η αμελητέα, έτσι κι αλλιώς, απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας όπως διατείνονται μερικοί, αφού η ΔΕΗ διατηρεί αλώβητο σχεδόν το μονοπώλιο στην παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρισμού. Το μερίδιο στην εγκατεστημένη ισχύ από τις δυο ιδιωτικές μονάδες (ΗΡΩΝ και ΕΝΘΕΣ) και τις ΑΠΕ (κυρίως αιολικά πάρκα και μικρά υδροηλεκτρικά) δεν υπερβαίνει το 8,0% ενώ από πλευράς παραγωγής δεν ξεπερνά το 5,0%. Εάν λάβουμε υπόψιν ότι η παραγωγή των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών διοχετεύεται και τιμολογείται μέσα από τα δίκτυα της ΔΕΗ, αυτό σημαίνει ότι η ΔΕΗ διατηρεί τον ίδιο κύκλο εργασιών από πλευράς εσόδων, όπου κανονικά δημιουργούνται νέες εμπορικές ευκαιρίες και περιθώρια κέρδους. Ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την μείωση της κερδοφορίας ήτο η τεράστια αύξηση του κόστους των καυσίμων, πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και το αυξημένο κόστος μισθοδοσίας. Παρά το γεγονός ότι το 70% της παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από λιγνίτη ωστόσο το φυσικό αέριο έχει αυξημένο πλέον ποσοστό στην παραγωγή ενώ όλος ο νησιωτικός χώρος εξακολουθεί να εξαρτάται αποκλειστικά από πανάκριβες πετρελαιοκίνητες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες. Ένας γεωγραφικός χώρος όπου έχει αυξήσει κατακόρυφα την κατανάλωσή του τα τελευταία δυο χρόνια. Τόσο η άρνηση της κυβέρνησης να αποζημιώνει τη ΔΕΗ κάθε χρόνο για τις θεσμοθετημένες και εγκεκριμένες από την Ε.Ε. κοινωνικές υπηρεσίες που προσφέρει (δηλ. μειωμένα αγροτικά τιμολόγια και κάλυψη νησιωτικού χώρου), γνωστές ως Public Service Obligations (PSO), που αντιστοιχούν σε περισσότερα από 200 δισεκ. € το έτος (η ΔΕΗ υπολογίζει ότι συνολικά το κράτος της οφείλει 2,5 δισεκ. € από τα PSO’s των τελευταίων δέκα ετών), όσο και η αποφυγή αναπροσαρμογής των τιμολογίων βάσει των νέων δεδομένων της αγοράς, είναι φυσικό να έχουν δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα στην Επιχείρηση που μόνο η διοίκηση της δεν ευθύνεται για αυτό. Μια διοίκηση, η οποία δεν έχει τη παραμικρή δυνατότητα μείωσης του κόστους, αφού δεν έχει το δικαίωμα να ελαφρώσει το προσωπικό της Επιχείρησης ή να κλείσει ζημιογόνες παραγωγικές μονάδες. Έχουμε, δηλαδή, μια κατάσταση όπου αυξάνονται σταθερά τα έξοδα της Επιχείρησης χωρίς αντίστοιχη αύξηση των εσόδων. Και αυτό σε μια μονοπωλιακή κατάσταση, όπου θα περίμενε κάποιος η κυβερνητική παρέμβαση στα τιμολόγια και αλλού να αξιοποιείται για την επίτευξη θετικού οικονομικού αποτελέσματος. Έτσι διαφαίνεται ξεκάθαρα η πλήρης σύγχυση που επικρατεί στην κυβέρνηση, αφού αυτή αδυνατεί να καταλάβει ότι η εισηγμένη ΔΕΗ, ένα 49% της οποίας ανήκει σε ιδιώτες και θεσμικούς, πρέπει να διοικείται με ιδιωτοοικονομικά κριτήρια και να εμφανίζει κέρδη. Η σημερινή οικονομική απαξίωση της Επιχείρησης είναι κυρίως το αποτέλεσμα κακών εκτιμήσεων και χειρισμών της Κυβέρνησης και ελλείψη πολιτικού θάρρους στην διαμόρφωση και εφαρμογή ενός νέου επιχειρηματικού μοντέλου προσαρμοσμένου στις ανάγκες της αγοράς, αλλά και της απαρχαιωμένης και βλαπτικής αντίληψης ότι η ΔΕΗ είναι ένα μαγαζί όπου οι εκάστοτε υπουργοί έχουν τον απόλυτο έλεγχο και υπαγορεύουν τον τρόπο λειτουργίας του, από τις προσλήψεις των ημετέρων μέχρι την διαμόρφωση των τιμολογίων. Πριν από λίγες εβδομάδες γράφαμε σχετικά στο www.energia.gr σχολιάζοντας τη θέση της ΔΕΗ στην Ευρωπαϊκή Αγορά: «το δε ερώτημα εάν η ΔΕΗ θα αποτελέσει κάποτε στόχο για μια ενδεχόμενη εξαγορά από μεγάλη Ευρωπαϊκή εταιρεία είναι μάλλον θεωρητικό σε αυτό το στάδιο αφού κανένα διευθυντικό στέλεχος ξένης επιχείρησης που έχει σώας τας φρένας θα εδέχετο ποτέ τα τιμολόγια πώλησης να καθορίζονται από υπουργούς και γενικούς γραμματείς, οι οποίοι μάλιστα έχουν λόγο και για το μέγεθος και τη σύνθεση του προσωπικού μιας υποτιθέμενης εμπορικής επιχείρησης». Σήμερα το σχόλιο μας αυτό επαληθεύεται πλήρως ενώ επιπλέον δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά για το εάν η κυβέρνηση έχει καταλάβει ότι είναι αυτή που με την ακολουθούμενη πολιτική της ευθύνεται κυρίως για την απαξίωση της ΔΕΗ. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι η παραίτηση του κ. Δημήτρη Μανιατάκη ήρθε σε μια φάση που ο τελευταίος είχε αρχίσει να θέτει καυτά θέματα, πιο επιτακτικά σε σχέση με το παρελθόν, όπως η διασύνδεση των τιμολογίων με τις αυξήσεις των τιμών των καυσίμων, τη μείωση του προσωπικού και την πρόσληψη εξειδικευμένων επαγγελματιών, τις οφειλές του δημοσίου από τα PSO’s κ.α. Η μεγάλη επιρροή του κράτους στη ΔΕΗ, σε συνδυασμό με τις επιρροές άλλων κέντρων εξουσίας, όπως οι συνδικαλιστές και οι προμηθευτές, έχει υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα της Επιχείρησης, κρατώντας την χαμηλά. Οι επενδυτές έχουν διαπιστώσει αυτή την πραγματικότητα από πρώτο χέρι, αφού η πορεία της μετοχής της ΔΕΗ στο χρηματιστηριακό ταμπλό υστερεί εδώ και χρόνια έναντι της υπόλοιπης αγοράς παρά τον μονοπωλιακό χαρακτήρα της Επιχείρησης. Ας ελπίσουμε ότι το κενό που δημιούργησε η αποχώρηση του κ. Μανιατάκη θα προσφέρει μια ευκαιρία στο Δημόσιο να διορθώσει λάθη του παρελθόντος ώστε να λειτουργήσει η ΔΕΗ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και να επανέλθει στην κερδοφορία.

Διαβάστε ακόμα