Του Γεωργίου Κ. Στεφανάκη
Η παράγραφος 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος, που ορίζει το νομικό καθεστώς της Ανωτάτης Παιδείας, επιβάλλεται να αναθεωρηθεί ριζικά. Η υπό συζήτηση διάταξη, την οποία εισηγήθηκε ο πατέρας μου –γενικός εισηγητής του Συντάγματος του 1975- θεσπίσθηκε υπό συνθήκες γεωπολιτικές διαμετρικώς διαφορετικές των σημερινών. Τότε η χώρα εξερχόμενη της 7ετούς δικτατορίας και ανασυγκροτούμενη εμφορούνταν από τον δεοντολογικό στόχο της –κατά το δυνατόν– μεγίστης ανεξαρτησίας και αντίστοιχης εθνικής κυριαρχίας. Λόγω της εισβολής στην Κύπρο η διάθεσή μας έναντι του ΝΑΤΟ ήταν πλήρης δυσπιστίας. Η κρατική μας εξουσία ήταν περιορισμένη στα εθνικά μας σύνορα. Αντιθέτως σήμερα η επικράτειά μας εκτείνεται στα όρια της Ηνωμένης Ευρώπης. Ετσι στην επικράτειά μας περιλαμβάνεται και πλειάδα άλλων ευρωπαϊκών (ενίοτε και διασήμων) πανεπιστημίων, τα οποία υπ΄ αυτή την έποψη είναι –και– ελληνικά, ως κείμενα δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η νομοθετική επιδίωξη της υπό συζήτηση ρύθμισης υπήρξε διττή. Ορίσθηκε, δηλαδή, ότι η Ανωτάτη Παιδεία, παρ΄ ημίν, παρέχεται υπό «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», αυτών δε «πλήρως αυτοδιοικουμένων». Το αυτοδιοίκητο ουδέποτε ίσχυσε. Τούτο δε, βεβαίως, διότι προ παντός μία ανωτάτη σχολή αυτοδιοικείται όταν η ίδια θέτει κριτήρια επιλογής και προσδιορίζει τον αριθμό των προσώπων που γίνονται δεκτά προς φοίτηση. Των φοιτητών της, δηλαδή, που αποτελούν την οιονεί πρώτη ύλη, δια της ποιότητας της οποίας κρίνεται και η εκπαιδευτική αξία της Σχολής. Στην πατρίδα μας ανέκαθεν επί του κεφαλαιώδους αυτού ζητήματος για την πανεπιστημιακή ευρυθμία κυριαρχικώς αποφάσιζε το Κράτος το οποίο όριζε τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών, όπως και τις πολυποίκιλες εξαιρέσεις των δικαιουμένων φοίτησης καθ΄ υπέρβαση του γενικού αριθμού εισακτέων και κατ΄ εξαίρεση του γενικού κανόνα των εξετάσεων. Ούτως ή άλλως το σύστημα απέτυχε πλήρως. Επικράτησε διαβρωτική της σοβαρότητας των σπουδών επιείκεια. Η παρακολούθηση των μαθημάτων έγινε προαιρετική και η φοίτηση ισόβια. Ετσι ανεδείχθη το λεγόμενο «δημοκρατικό 5» και η αντίστοιχη υποτίμηση των πτυχίων μας. Η παγκόσμια πρακτική έχει αναδείξει ως κριτήριο αποτελεσματικότητας των Ανωτάτων Σχολών το ύψος του πρώτου μισθού ο οποίος προσφέρεται στους απόφοιτους τους. Αναντίλεκτη είναι η διαπίστωση ότι οι απόφοιτοι των δικών μας σχολών -κυριολεκτικώς- μένουν στα αζήτητα. Το Μετσόβιο Πολυτεχνείο κάποτε εφάμιλλο εκείνου της Ζυρίχης σήμερα δεν λαμβάνεται υπ΄ όψη. Η ζωή υπό την άνω πραγματικότητα -μάλιστα δε της ευρωπαϊκής μας διεύρυνσης αλλά και του πλήρους ευτελισμού της Ανωτάτης Παιδείας μας- βρήκε λύση. Όπως ευστόχως έχει επισημάνει ο αρχηγός της Αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου –αλλ΄ αποτελεί και κοινό τόπο- «… Η μισή Ελλάδα σπουδάζει στο εξωτερικό …». Η διαπίστωση έχει κρίσιμη νομική σημασία κατά το ότι πρέπει ν΄ αποτελέσει και τον οδηγό της επιβαλλόμενης νέας συνταγματικής τομής. Ιδού δε γιατί: Ηδη από δεκαετιών χιλιάδες ελληνικές οικογένειες υποβάλλονται σε οικονομικές θυσίες, ώστε να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα για τις σπουδές των παιδιών τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Οι επιμελέστεροι των εκεί φοιτητών τελειώνοντας τις σπουδές τους –εν πολλοίς– επιστρέφουν και επιλαμβάνονται, εδώ, αντιστοίχων προς τις γνώσεις τους επαγγελματικών επιδιώξεων. Ουδείς ποτέ αμφισβήτησε την νομιμότητα των αλλοδαπών αυτών ακαδημαϊκών τίτλων. Οι σπουδές στο εξωτερικό επικροτούνται. Το αυτό και η μετάβαση των ελληνοπαίδων εκεί προς κτήση της γνώσης. Ο,τι επομένως απαιτείται δεν είναι λογικώς δυνατό να είναι άλλο τι ει μη το αντίστροφο της πορείας που άγει στο αυτό νόμιμο και ισοδύναμο αποτέλεσμα. Δηλαδή της παροχής της αυτής ακαδημαϊκής γνώσης από τα αυτά αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ήδη, και στην Ελλάδα. Αυτό δε ούτως ώστε η ελληνική οικογένεια και κοινωνία γενικότερα να απαλλαγούν των μεγάλων δαπανών που σήμερα πραγματοποιούνται για την φοίτηση των Ελλήνων στο εξωτερικό. Αλλά επί πλέον διότι η εδώ λειτουργία των σχολών αυτών θα έχει το πρόσθετο όφελος της ανάδειξης νέων θέσεων εργασίας στην χώρα. Η άνω λύση είναι απλή. Εχει τύχει της επιδοκιμασίας της ελληνικής οικογένειας, που στέλλει τα παιδιά της για σπουδές στο εξωτερικό και της εργοδοσίας, που προσλαμβάνει τους αποφοίτους αυτούς. Πρέπει άρα –άνευ άλλου τινός– ν΄ αποτελέσει την βάση για την απαιτούμενη ριζική αναδιοργάνωση της ανώτατης παιδείας μας. Αν αντιθέτως επικρατήσουν, τελικά, οι ομιχλώδεις –αδοκίμαστες στην πράξη– αντιλήψεις ότι μόνον μη κερδοσκοπικοί ξένοι οργανισμοί θα δικαιούνται να παρέχουν πανεπιστημιακές υπηρεσίες στην Ελλάδα, η σκοπούμενη αναθεώρηση θα έχει αποτύχει. Εκ του μη όντος θα έχει γίνει πολύ φασαρία για το τίποτε. (Εστία, 22/1/07)

Διαβάστε ακόμα