Του Β. Α. Κόκκινου
Η ζωή των Ελλήνων πολιτών στην πρωτεύουσα της χώρας έχει καταστεί δραματική. Μια ισχνή μειοψηφία τους καταδυναστεύει. Διακόπτει σχεδόν καθημερινώς την κυκλοφορία με διαδηλώσεις. Καταλαμβάνει εκπαιδευτήρια και άλλα δημόσια κτίρια και εμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων όλων των άλλων πολιτών. Προσπαθεί δε να καταλύσει την έννομη τάξη και να επιβάλει δια της βίας τις απόψεις της, με την κοινοβουλευτική κάλυψη και υποστήριξη αριστερών της αριστεράς, ιδεολόγων του χάους, οι οποίοι, επί 60 τώρα χρόνια, δεν επιτρέπουν στους Έλληνες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά. Δεν διδάχθηκαν με την πλήρη περιθωριοποίησή τους από τον ελληνικό λαό, στο πρόσφατο παρελθόν. Εξακολουθούν να προκαλούν τους Έλληνες και να υπερασπίζονται τους αναρχικούς, τους τρομοκράτες και τους κάθε είδους διασαλευτές της εννόμου τάξεως. Την ηθική ευθύνη για την τηλεοπτική προβολή τους δεν έχουν μόνο οι ομόφρονες δημοσιογράφοι, αλλά και οι αστοί ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών δικτύων, όπως και οι διευθύνοντες την κρατική τηλεόραση. Η καθημερινή αντικυβερνητική φιλολογία δεν θα είχε θέση, αν η Κυβέρνηση επεδείκνυε μεγαλυτέρα θέληση και αποφασιστικότητα, πραγματοποιούσε δε τις αναγκαίες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, τόσο στην Παιδεία, όσο και στον εναρμονισμό του Ποινικού Κώδικος στις σύγχρονες αντιλήψεις και κοινωνικές ανάγκες. Θα έπρεπε να θεσμοθετηθούν ως ιδιώνυμα εγκλήματα ορισμένες παράνομες συμπεριφορές, που διαιωνίζουν τα φαινόμενα της αναρχίας. Οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και εκπαιδευτηρίων δεν αποτρέπονται με τις προϋποθέσεις και τις ποινές της «διαταράξεως της κοινής ειρήνης», ούτε με το αδίκημα της «διαταράξεως της ειρήνης των πολιτών» (άρθρα 189 και 190 του Π.Κ), ούτε τέλος με «τη διατάραξη οικιακής ειρήνης» (άρθρο 334 Π.Κ.). Περαιτέρω οι βιαιοπραγίες των «κουκουλοφόρων» δεν αποτρέπονται με τις κείμενες διατάξεις, περί φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, σωματικών βλαβών και εμπρησμού, ούτε με τα αδικήματα της «εγκληματικής οργανώσεως» και «των τρομοκρατικών πράξεων» (άρθρα 187 και 187Α Π.Κ). Πρέπει να προβλεφθεί σοβαρά ποινή για μόνη την συμμετοχή σε ομάδα πολιτών που καταλαμβάνουν εκπαιδευτήρια ή άλλα δημόσια κτίρια και εμποδίζουν την άσκηση δικαιωμάτων άλλων πολιτών ή διαπράττουν βιαιοπραγίες κατά προσώπων και πραγμάτων, καθώς και για τους κυκλοφορούντες απλώς «με κουκούλες» προ, κατά ή μετά τη διάπραξη των άνω πράξεων. Και βεβαίως να αφεθεί ελευθέρα η Αστυνομία να ασκεί τα καθήκοντά της και όχι να μεταβάλλεται σε αποδέκτη βομβών μολότωφ και οικοδομικών υλικών. Εξάλλου οι καταχρήσεις του πανεπιστημιακού ασύλου, για την έννοια του οποίου συμφωνούν όλα τα κόμματα, πλην εκείνων της αριστεράς, δεν αποτρέπονται με αλλαγή του οργάνου που θα προκαλέσει την επέμβαση της Αστυνομίας, όπως πιστεύουν οι κυβερνητικοί. Εφόσον τα κόμματα αναμιγνύονται στην εκλογή των πρυτανικών αρχών, δια των φοιτητών, οι δε τελευταίοι έχουν απόλυτη ελευθερία να αποδοκιμάζουν όποιον αντιτίθεται στα αιτήματά τους, είναι αδύνατο να υπάρξει πρύτανης ή καθηγητής που θα τολμήσει να καλέσει την Αστυνομία για την εφαρμογή του νόμου. Αν πράξει τούτο θα χλευασθεί, θα κασταστή σχεδόν αδύνατο να διδάξει και ενδεχομένως θα «κτισθεί» στο γραφείο του, όπως συνέβη τελευταίως στη Θεσσαλονίκη και επαναλήφθηκε προχθές στο Πολυτεχνείο Αθηνών. Η τηλεοπτική ομολογία του πρυτάνεως του Πολυτεχνείου, ότι στο οικοδόμημά του υφίσταται χώρος κατεχόμενος από αναρχικούς επί 15 και άνω έτη, χρησιμοποιούμενος δε ακόμα και για διακίνηση ναρκωτικών, αποτελεί δείγμα της ασυδοσίας τους στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει εγκαταλείψει τους πρυτάνεις και καθηγητές στο έλεος των αναρχικών. Αν δε λειτουργούν ακόμη τα πανεπιστήμια, είναι διότι οι ατυχείς καθηγητές προσπαθούν να ισορροπήσουν, στηριζόμενοι στους φοιτητές που είναι αφοσιωμένοι στα μαθήματά τους. Για να μην παρατηρούνται καταχρήσεις της εννοίας του ασύλου, η λύση είναι μία και μόνη: Να ανατεθεί η κρίση της συνδρομής περιπτώσεως υπερβάσεως του ασύλου σε ένα Εισαγγελικό Λειτουργό, οριζόμενο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αποφαινόμενο δε κατόπιν ειδοποιήσεώς του από οιοδήποτε πολίτη ή και αυτεπαγγέλτως. Στις διαταγές του Εισαγγελέως τούτου θα πρέπει να συμμορφούται η Αστυνομία απροσχηματίστως. Κάθε άλλη νομοθετική λύση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και δεν πρόκειται να εξαλείψει τις παράνομες καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων, ούτε τις καταχρήσεις πανεπιστημιακού ασύλου. (Εστία, 26/1/07)

Διαβάστε ακόμα