Η τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές (IPCC), η οποία δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή (02.02.2007) στο Παρίσι, όπου και συνήλθε η Επιτροπή, επιβεβαιώνει με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι η παρατηρούμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη οφείλεται κατά 90% σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Η έκθεση της IPCC – ενός οργάνου το οποίο αποτελείται από 2.500 ειδικούς επιστήμονες που ασχολούνται με την κλιματική αλλαγή και συνήλθε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ – αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι φέρει τη σφραγίδα όλων των μελών του Διεθνούς Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Κίνας, και θεωρείται ως η πιο έγκυρη μελέτη που έχει γίνει ποτέ για την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται να αποτελέσει, δε, τη βάση των διαπραγματεύσεων για έναν πιθανό διάδοχο του Πρωτοκόλλου το Κιότο, που λήγει το 2012. Ένα από τα πλέον ξεκάθαρα συμπεράσματα της ανωτέρω έκθεσης, η οποία χρειάστηκε έξι ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί, είναι ότι εάν δεν μειωθούν δραματικά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η μέση πλανητική θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί κατά 1,1ο C – 6,4ο C έως το 2095 σε σχέση με τα επίπεδα της περιόδου 1980-1999. Η αύξηση της θερμοκρασίας αναμένεται να προκαλέσει περισσότερους καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες, όπως επίσης ισχυρότερους τυφώνες, λιώσιμο των πάγων και αύξηση της στάθμης της θάλασσας. «Αν η προηγούμενη έκθεση της IPCC ήταν ένας τρόπος αφύπνισης των κυβερνήσεων, αυτή η έκθεση είναι συναγερμός. Το μήνυμα προς τις κυβερνήσεις είναι σαφές: μείωση των αερίων του θερμοκηπίου τώρα για να σταματήσουμε τις κλιματικές αλλαγές. Τα χρονικά περιθώρια αντίδρασης είναι πλέον ελάχιστα», τονίζει σε πρόσφατη ανακοίνωσή της η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace. Η έκθεση της IPCC καταλήγει στα εξής επιπλέον ανησυχητικά συμπεράσματα: - Αναμένεται η αύξηση της λεγόμενης «κλιματικής ευαισθησίας», δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το κλίμα θα αντιδράσει στον διπλασιασμό της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Η προηγούμενη εκτίμηση για αύξηση της θερμοκρασίας σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα έκανε λόγο για 2,5ο C, ενώ η τελευταία κάνει λόγο για 3ο C. - Η ένταση των τροπικών καταιγίδων είναι πιθανόν να αυξηθεί. Το εύρημα αυτό δεν υπήρχε στην προηγούμενη έκθεση της IPCC. - Ενδεχόμενη αύξηση της τάξης του 1,9ο C – 4,6ο C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα θα προκαλέσει την εξαφάνιση των ανώτερων στρωμάτων πάγων της Γροιλανδίας, αν αυτή η υπερθέρμανση διατηρηθεί για τα επόμενα χίλια χρόνια. Αυτό θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας από 6 έως 7 μέτρα. Ασχέτως εάν κάποιος συμφωνεί ή όχι με τα συμπεράσματα της έκθεσης, μέρα με τη μέρα καθίσταται εμφανές ότι το ενεργειακό μοντέλο που ακολουθείται σήμερα από την συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη πρέπει να αλλάξει. Έτσι ώστε να μειωθούν τα επίπεδα εκπομπών CO2 όχι μόνο από τις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας και τις βιομηχανίες αλλά και από τα οχήματα, οι εκπομπές των οποίων αποτελούν την άλλη σοβαρή πηγή ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Το πώς θα αλλάξει το ενεργειακό μοντέλο και η σύνθεση του ενεργειακού μίγματος κάθε χώρας, ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, αποτελεί θέμα συζήτησης και προβληματισμού. Μίας συζήτησης, η οποία δεν μπορεί ν’ αναβληθεί για αύριο ή για του χρόνου. Για αυτόν τον λόγο το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), ως ένας μη κερδοσκοπικός, μη κυβερνητικός και μη κρατικοδίαιτος οργανισμός, ο οποίος δραστηριοποιείται στον ευρύτερο ενεργειακό τομέα, συγκαλεί ειδική Ημερίδα την Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2007 με θέμα «Κλιματική Αλλαγή και Στρατηγικές για την Αντιμετώπισή της». Όπως τονίζεται σε ανακοίνωση του Ινστιτούτου, «Στόχος του ΙΕΝΕ είναι όπως με την εμπειρία που θα προκύψει από την ανωτέρω ημερίδα και από τα συμπεράσματά της, τα οποία θα επεξεργαστεί ακολούθως η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ινστιτούτου, να συνδράμει την πολιτεία στην προσπάθειά της για καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση του φαινομένου, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αμέσου ενδιαφέροντος για το ΙΕΝΕ είναι η προοπτική μιας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης της ενεργειακής οικονομίας στη ΝΑ Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, έναντι του ισοζυγίου του άνθρακα (δηλ. των εκπομπών που συνεισφέρουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη)».

Διαβάστε ακόμα