Του Κ. Ν. Σταμπολή - (αποκλειστικό για το www.energia.gr)
Μέσα στις επόμενες ημέρες, και πιο συγκεκριμένα στις 15 Φεβρουαρίου, η Κυπριακή κυβέρνηση εγκαινιάζει επισήμως την περίοδο προσφορών του πρώτου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων για υποθαλάσσια πετρελαϊκά κοιτάσματα που ανακοίνωσε πρόσφατα, προς μεγάλο εκνευρισμό της Άγκυρας και με εμφανή την αμηχανία της Αθήνας. Η περίοδος αυτή, η οποία θα κλείσει στις 16 Ιουλίου 2007, θα κρίνει το κατά πόσο οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ερευνών (upstream) και θα λάβουν μέρος στο διαγωνισμό θα θελήσουν να αναλάβουν το οικονομικό και πολιτικό ρίσκο για την έρευνα, ανακάλυψη και εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων τα οποία έχουν ήδη εντοπισθεί στην ευρύτερη περιοχή νότια της Μεγαλονήσου. Η περιοχή αυτή έχει χωρισθεί σε 12 ισομεγέθη διαμερίσματα (blocks) που μεταξύ τους καλύπτουν μια έκταση 27.000 τετραγωνικών μιλίων (70.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων). Σύμφωνα με την ισχύουσα πετρελαϊκή νομοθεσία της Κύπρου, η οποία είναι εναρμονισμένη με την Κοινοτική, το 75% των εσόδων από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων θα καρπωθεί το Κυπριακό κράτος και το υπόλοιπο οι εταιρείες, αφού προηγουμένως το μεγαλύτερο ποσοστό από τα έσοδα των πρώτων ετών εκμετάλλευσης τα εισπράξουν απευθείας οι εταιρείες για απόσβεση των ερευνητικών τους εξόδων, σύμφωνα με τους όρους συμμετοχής. Βάσει των υπαρχόντων εκτιμήσεων, η υπό ανάπτυξη περιοχή περιέχει αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου συνολικού μεγέθους 8-10 δισεκ. βαρελιών, τα οποία με μια μέση τιμή πετρελαίου στα 50 δολάρια/βαρέλι μπορεί να αποφέρουν έσοδα της τάξης των 200δισεκ. δολαρίων, και με την προϋπόθεση ότι θα καταστεί δυνατή η εκμετάλλευση τουλάχιστον του 50% της ανωτέρω δυναμικότητας. Σύμφωνα με επιστήμονες, οι οποίοι γνωρίζουν των γεωλογική δομή πέριξ της Κύπρου, υπάρχουν δυο περιοχές που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Η πρώτη είναι η υπό έρευνα περιοχή και αφορά μια τεράστια δομή νοτίως της Κύπρου, γνωστή ως το ρήγμα του Ερατοσθένη και η δεύτερη είναι η λεκάνη της Κιλικίας, που εκτείνεται από τις ακτές της Βόρειας Κύπρου ως της ακτές της Μικράς Ασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη η Κυπριακή κυβέρνηση, μέσω του Υπουργείου Βιομηχανίας – Εμπορίου – Τουρισμού που έχει την ευθύνη και τον συντονισμό του διεθνούς γύρου παραχωρήσεων, ολοκλήρωσε με επιτυχία τα προβλεπόμενα road-shows σε Χιούστον και Λονδίνο, όπου συμμετείχαν περισσότερες από πενήντα εταιρείες. Με δεδομένο το μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς εταιρειών και της άριστης προεργασίας που έχει ήδη γίνει από τους συμβούλους της Κυπριακής κυβέρνησης (βλέπε η Νορβηγική PGS Geophysical και παλαιότερα η Γαλλική BEICIP) θεωρείται βεβαία η συμμετοχή στον διαγωνισμό επαρκούς αριθμού εταιρειών οι οποίες και θα υποβάλλουν ανταγωνιστικές προσφορές για τα προσφερόμενα blocks. Βασικό μειονέκτημα της περιοχής έρευνας πιστεύεται ότι αποτελεί το μεγάλο βάθος της θάλασσας, γεγονός που ανεβάζει το κόστος των γεωτρήσεων (30-50εκατ. δολάρια ανά γεώτρηση). Όμως η τεχνολογία υπάρχει, είναι εμπορικά διαθέσιμη και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε άλλες πιο δύσβατες και πιο βαθιές περιοχές, όπως λ.χ. στον Κόλπο του Μεξικού και την θαλάσσια περιοχή δυτικά της Αγκόλας στο Νότιο Ατλαντικό. Έτσι, εκτιμάται ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να εντοπισθούν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα νοτίως της Κύπρου. Ασχέτως πάντως του ακριβού μεγέθους των διαφόρων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων και των τεχνικών χαρακτηριστικών τους, παράμετροι οι οποίοι θα εξακριβωθούν κατά τη διάρκεια των ερευνών, η κίνηση της Κυπριακής κυβέρνησης να διεκδικήσει τον πετρελαϊκό πλούτο στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην οικονομική και πολιτική ιστορία της Μεγαλονήσου. Η πρωτοβουλία αυτή της Κυπριακής κυβέρνησης η οποία έγινε γνωστή μόλις πρόσφατα, είναι αποτέλεσμα πολυετούς προετοιμασίας, η οποία περιελάμβανε την εκπόνηση όλων των απαραίτητων προκαταρκτικών γεωλογικών και γεωφυσικών μελετών, τη δημιουργία πετρελαϊκής νομοθεσίας, τη διαπραγμάτευση και συμφωνίες με Λίβανο και Αίγυπτο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Να υπενθυμίσουμε ότι μόλις στα μέσα Ιανουαρίου 2007, η Κυπριακή κυβέρνηση συμφώνησε με το Λίβανο τα όρια των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών εκμετάλλευσης των δυο κρατών ενώ είχε προηγηθεί παρόμοια συμφωνία με την Αίγυπτο το 2003. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι πριν προχωρήσει στην οριοθέτηση των ΑΟΖ η Κυπριακή κυβέρνηση είχε προχωρήσει στον καθορισμό των χωρικών της υδάτων στα 12ν.μ. όπως δικαιούται από τις διατάξεις του Νέου Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, κάτι που η Ελλάδα δεν έχει πράξει για κανένα μέρος της ακτογραμμής της (ούτε καν στο Ιόνιο ή την Κρήτη), φοβούμενη τις αρνητικές αντιδράσεις της Τουρκίας. Έτσι, σήμερα η μικρή Κύπρος, με τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής επί του εδάφους της, απετόλμησε αυτό που η μεγαλύτερη, και υποτίθεται πιο οργανωμένη και οικονομικά ανεξάρτητη μητροπολιτική Ελλάδα, δεν μπόρεσε και κατά τα φαινόμενα δεν έχει πρόθεση να πράξει προεξοφλώντας Τουρκικές απειλές και Αμερικανικές πιέσεις, έχοντας ουσιαστικά απεμπολήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο Αιγαίο, το Θρακικό, το Ιόνιο, το Κρητικό και το Λιβυκό πέλαγος. «Η απόφαση της Κυπριακής κυβέρνησης να προχωρήσει στην εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πετρελαϊκών αποθεμάτων που ευρίσκονται στη νότιο θαλάσσια περιοχή αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της πολιτικής της θέσης στα πλαίσια της Ε.Ε. αλλά και διεθνώς, αποσκοπώντας παράλληλα να αναβαθμίσει σημαντικά τόσο την οικονομική όσο και την γεωπολιτική της θέση», σημείωναν πρόσφατα ανεξάρτητοι πολιτικοί παρατηρητές στις Βρυξέλλες, οι οποίοι επεσήμαναν επίσης ότι η οδός των πετρελαίων αργά η γρήγορα θα ενισχύσει τη θέση της Κύπρου, όσο αφορά τα ανοικτά θέματα με την Τουρκία, δηλαδή την άνευ όρων αναγνώριση του ανεξάρτητου κράτους της Κύπρου και το άνοιγμα των λιμένων και αεροδρομίων σε Κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία ή πολιτική οξυδέρκεια για να αντιληφθεί κάποιος ότι η κίνηση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου να προχωρήσει στην εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου της Μεγαλονήσου ρίχνει ουσιαστικά το γάντι στην Τουρκία, το καθεστώς της οποίας αδυνατεί να πιστέψει ότι η εγκλωβισμένη γεωγραφικά και Τουρκοκρατούμενη Κύπρος μπορεί να αποφασίζει για το μέλλον της ανεξάρτητα και χωρίς την προηγούμενη έγκριση και συμμετοχή της γείτονος. Έτσι η κυβέρνηση Ερντογάν, με την πλήρη στήριξη του στρατιωτικού κατεστημένου, από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι έρευνες, προχώρησε σε μια άνευ προηγουμένου τακτική απειλών και εκφοβισμού με άμεσους αποδέκτες όχι τόσο την ίδια την Κυπριακή κυβέρνηση όσο αυτές του Λιβάνου και της Αιγύπτου που ουσιαστικά είχαν συναινέσει με την στάση τους στις Κυπριακές έρευνες μέσω του καθορισμού των ΑΟΖ. Παράλληλα, ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιούλ προσπάθησε να εξασφαλίσει τη στήριξη της Αμερικανικής κυβερνήσεως, με στόχο αυτή να πιέσει την Κυπριακή κυβέρνηση ώστε να παγώσει την διαδικασία των ερευνών. Όμως οι απειλές της Τουρκίας δεν φαίνεται να πτοούν καθόλου τις διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες έχουν ήδη εκτιμήσει ως ελάχιστο το πολιτικό ρίσκο από ενδεχόμενες παρεκτροπές της Τουρκίας για παρεμπόδιση των ερευνών. Αυτό που προέχει για τις εταιρείες, οι οποίες ευρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση νέων πετρελαιοπιθανών περιοχών (αφού οι χώρες μέλη του ΟΠΕΚ και η Ρωσία περιορίζουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια την πρόσβαση Δυτικών εταιρειών σε περιοχές έρευνας) είναι ένα ξεκάθαρο νομικό καθεστώς, το οποίο να μην έχει πιθανότητες να αλλάξει τα επόμενα χρόνια, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και ασφαλή διαβίωση του προσωπικού των. Η Κύπρος όντας χώρα μέλος της Ε.Ε. ικανοποιεί πλήρως όλες τις ανωτέρω συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση η υποστήριξη του διεθνούς πετρελαϊκού παράγοντα προς την Κυπριακή Δημοκρατία, τόσο κατά τη διάρκεια των ερευνών, δηλαδή μέχρι το καλοκαίρι του 2009, όσο και στην μετέπειτα περίοδο, ιδίως όταν αρχίσει η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, πρέπει να θεωρείται δεδομένη, κάτι που προκαλεί μεγάλη δυσφορία στο Τουρκικό κατεστημένο ενώ αντίθετα ενισχύει τις θέσεις της Κύπρου. Η εξασφάλιση της υποστήριξης του πετρελαϊκού λόμπι θεωρείται ήδη ως μια τεράστια «τακτική» νίκη του Τάσσου Παπαδόπουλου, στην εξελισσόμενη αντιπαράθεση με την Τουρκία. Όπως σημείωναν πρόσφατα έμπειροι πολιτικοί παρατηρητές, η Λευκωσία έχει μέχρι στιγμής κινηθεί τεχνοκρατικά χωρίς να εγκλωβιστεί σε ένα πόλεμο ανακοινώσεων μετά τις τουρκικές ρητορικές προκλήσεις. Το ερώτημα είναι σε τι βαθμό η Τουρκία θα θελήσει να «τραβήξει το σκοινί» και βέβαια πόσο αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία θα επιδείξει η Κύπρος. Οι εκτιμήσεις είναι ότι η Τουρκία, αντιμετωπίζοντας μια εξόχως δύσκολη κατάσταση στα νοτιο-ανατολικά της σύνορα με την επικρεμάμενη ανεξαρτητοποίηση του Αμερικανικά υποστηριζόμενου Κουρδιστάν, θα θελήσει να χρησιμοποιήσει τα πετρέλαια της Κύπρου ως αντιπερισπασμό, πιθανώς προκαλώντας μικρής κλίμακας επεισόδια αλλά μη διακινδυνεύοντας όμως μια βαθύτερη εμπλοκή (π.χ. μια στρατιωτική – ναυτική επέμβαση. Αυτό, εξάλλου, θα έβαζε δια παντός ταφόπλακα στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού θα διακινδύνευε ακόμη και η ειδική σχέση την οποία προωθεί πλέον το διευθυντήριο των Βρυξελλών.

Διαβάστε ακόμα