Του Javad Zarif*
Προτού οι Αμερικανοί επικαλεστούν ψευδή προσχήματα προκειμένου να εισβάλουν στο Ιράκ, η συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών και των διπλωματών θεωρούσε ότι ο διαφαινόμενος πόλεμος θα βύθιζε τη Μέση Ανατολή, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο στην αστάθεια. Όντας σύμφωνος με τις απόψεις των ομολόγων μου από τα κράτη της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο, στις 18 Φεβρουαρίου του 2003 τόνισα ενώπιον των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι ο εξτρεμισμός θα αποκομίσει πολύ μεγάλα οφέλη από την έκβαση της περιπέτειας του Ιράκ, την οποία κανείς δεν έχει υπολογίσει σωστά. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν υπήρξε προϊόν συμπάθειας του υποφαινόμενου προς τον πρώην Ιρακινό δικτάτορα. Αναμφίβολα, ο ιρανικός λαός με νωπές ακόμα τις μνήμες από την αιματοχυσία του οκταετούς πολέμου με το Ιράκ και των επιθέσεων με χημικά όπλα, κάθε άλλο παρά φιλικά προς τον Σαντάμ Χουσεΐν αισθήματα έτρεφε. Τα συμπεράσματα της ομιλίας μου ενώπιον των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, λοιπόν, ήταν απόρροια της κατανόησης των δεδομένων στη Μέση Ανατολή και των αναπόφευκτων επιπτώσεων που προκαλεί οποιοδήποτε καθεστώς κατοχής. Η αμερικανική κυβέρνηση, σήμερα, δρέπει τους πικρούς καρπούς μιας απερίσκεπτης πολιτικής περιπέτειας τους οποίους, ωστόσο, γεύονται τα κράτη της ευρύτερης περιοχής και ολόκληρος ο πλανήτης. Παρά ταύτα, αντί να καταβάλει ύστατες προσπάθειες για την άμβλυνση της κατάστασης, ο Λευκός Οίκος οδεύει στο επικίνδυνο μονοπάτι της κλιμάκωσης. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον δείχνει ότι επιδιώκει τη σύσταση συμμαχίας με ορισμένα κράτη της Μέσης Ανατολής στο πλαίσιο εκστρατείας για τη μείωση της ιρανικής επιρροής. Ακόμα κι αν οι Αμερικανοί πετύχουν τον στόχο τους, η συμμαχία δεν θα αποφέρει ουσιαστικά οφέλη και επιπλέον θα αποσταθεροποιήσει ακόμα περισσότερο το Ιράκ. Προωθώντας αυτήν ακριβώς την πολιτική, οι ΗΠΑ ρίχνουν λάδι στη φωτιά της βίας μεταξύ σουνιτών και σιιτών, τη στιγμή που θα έπρεπε να επιδιώκουν το αντίθετο. Τέτοιου είδους ευκαιριακές συμμαχίες αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν της αμερικανικής πολιτικής για τη Μέση Ανατολή τις προηγούμενες δύο δεκαετίες και είχαν ως συνέπεια τη γένεση τεράτων, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν, η Αλ Κάιντα και το καθεστώς των Ταλιμπάν. Ενδεχομένως, η βραχεία μνήμη κάποιων να ευθύνεται γι’ αυτήν την επιστροφή στις παλιές συνήθειες. Ποιος, όμως, λησμονεί ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν αξιοποίησε την υποτιθέμενη «ιρανική απειλή» προκειμένου να απαιτήσει χρήμα, στρατιωτική ενίσχυση και φυσικά την ανοχή της Δύσης, προτού στραφεί με μένος κατά των χορηγών του; Ποιος λησμονεί ότι η Δύση υποστήριξε με θέρμη το φονταμενταλιστικό κίνημα των Σαλαφί προσβλέποντας στον περιορισμό της «σιιτικής ημισελήνου» μετά την ιρανική επανάσταση του 1979, το οποίο στη συνέχεια μεταλλάχθηκε στο καθεστώς των Ταλιμπάν και στην Αλ Κάιντα; Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι εξτρεμιστές έχουν ήδη αρχίσει την εκμετάλλευση της θρησκευτικής βίας και των εθνοτικών διαφορών στη Μέση Ανατολή σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν ως θελκτική τη συνεργασία με παλιούς και νέους κατακτητές στους αγανακτισμένους λαούς της περιοχής. Η κοντόφθαλμη αυτή πολιτική θα περιπλέξει τα περιφερειακά προβλήματα και θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Το κοινό συμφέρον επιβάλλει στα κράτη της περιοχής τον παραμερισμό των επικίνδυνων σχεδίων και τη στενή συνεργασία με την ιρακινή κυβέρνηση προς όφελος του περιορισμού της θρησκευτικής βίας. Πρέπει όλοι να διδαχτούμε από τα σφάλματα του παρελθόντος και όχι να επιμένουμε πεισματικά στην επανάληψή τους, αγνοώντας επιδεικτικά οποιαδήποτε συμβουλή, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που έδωσε ο Τζορτζ Μπους ως υποψήφιος για το προεδρικό αξίωμα το 2000: «Ο κόσμος θα μας αντιπαθήσει αν εξελιχθούμε σ’ ένα έθνος αλαζόνων, αλλά θα μας καλωσορίσει αν αποδειχτούμε ισχυροί, πλην όμως, ταπεινοί». * Ο αρθρογράφος είναι πρεσβευτής του Ιράν στα Ηνωμένα Έθνη. (Καθημερινή - The New York Times, 9/2/07)

Διαβάστε ακόμα