Tου Λουκά Γ. Κατσώνη
Στα μεγάλα παιχνίδια της οικονομίας και της γεωστρατηγικής σχεδόν ποτέ κάτι δεν είναι όπως φαίνεται. Ο κανόνας αυτός μάλλον επιβεβαιώνεται και για την Ελλάδα, η οποία, ενώ εμφανίζεται ότι βρίσκεται στον προθάλαμο της μεγάλης ενεργειακής σκακιέρας, αντιμετωπίζει πάντοτε το ενδεχόμενο να βρεθεί πίσω από τις εξελίξεις. Για παράδειγμα, η επί 14 χρόνια εκκρεμούσα υπόθεση της υπογραφής της διακρατικής συμφωνίας για τη δημιουργία του αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης φαίνεται πως οδεύει σε ένα αίσιο τέλος τον προσεχή Μάρτιο στην Αθήνα, όπου οι υπουργοί ενέργειας της Ρωσίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας θα υπογράψουν το τελικό κείμενο. Από τη στιγμή εκείνη και μετά (παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό βήμα θα έχει πραγματοποιηθεί) υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση μέχρι την κατασκευή και τη λειτουργία του πετρελαιαγωγού. Ενός αγωγού που, ούτως ή άλλως, είναι μικρής χωρητικότητας και ο σημαντικότερος ρόλος που καλείται να παίξει είναι εκείνος της μελλοντικής πλατφόρμας πάνω στον οποίο θα στηριχτούν παράλληλοι αγωγοί με την ίδια διαδρομή. Αλλά, οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν τελειώσει, ιδίως όσο ο ρωσικός παράγοντας παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα σε σχέση με το έτερο μεγάλο ενεργειακό σχέδιο που αφορά την Ελλάδα και, περιέργως, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα από την κοινή γνώμη. Τούτο το σχέδιο δεν είναι άλλο παρά ο αγωγός φυσικού αερίου από την Τουρκία που θα διατρέχει τη Βόρεια Ελλάδα και θα καταλήγει στην Ιταλία, τροφοδοτώντας και τα υπόλοιπα δυτικά Βαλκάνια που «διψάνε» για ενέργεια και δη φυσικό αέριο. Οι καθυστερήσεις που σημειώνονται σε αυτό το ενεργειακό πρότζεκτ είναι εξωφρενικές, λένε αυτοί που ξέρουν, και αν προστεθούν στα εκ γενετής προβλήματα που έχει (δηλαδή τη σχετικά μικρή χωρητικότητα και την ανυπαρξία σταθερού και αξιόπιστου προμηθευτή φυσικού αερίου που θα τον «γεμίσει»), τότε ο αγωγός αυτός κινδυνεύει να καταστεί επίσης ένα «γεφύρι της Άρτας», όπως και ο πετρελαιαγωγός Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης, με πολύ μεγαλύτερες, όμως, συνέπειες για την ενεργειακή σημασία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως γνωστόν, η Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια αγωνιά για τον ενεργειακό εφοδιασμό της, ενώ έχει καταστήσει κύριο πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής της τη χρήση φυσικού αερίου, που είναι φιλικότερο στο περιβάλλον. Άρα, η παροχή σε αυτήν ενός αξιόπιστου δρόμου μεταφοράς φυσικού αερίου καθιστά τις περιοχές που διατρέχουν οι αγωγοί περιοχές υψηλής αξίας. Στις αρχές του 2007, στις 10 Ιανουαρίου για την ακρίβεια, η Κομισιόν έκανε εμφανή τη δυσπιστία της στην προτεινόμενη από την Ελλάδα και την Ιταλία λύση, αναβαθμίζοντας τη σημασία του εναλλακτικού αγωγού φυσικού αερίου με το όνομα NABUCCO (που διατρέχει τις χώρες Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Αυστρία) στην έκθεση που εκδίδει για την «Ενεργειακή Στρατηγική για την Ευρώπη». Η εξέλιξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα ενός προσεκτικότερου σχεδιασμού στον οποίο φαίνεται ότι έχει πρωταγωνιστήσει η αυστριακή εταιρεία ενέργειας ΟMV, η οποία στο μεταξύ έχει αποκτήσει και τον έλεγχο της αντίστοιχης ρουμανικής Petrom. Ο αγωγός NABUCCO έχει μεγαλύτερη αρχική χωρητικότητα φυσικού αερίου (16 BCM, δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά έτος) και συνυπολογίζει στους προμηθευτές του τη Ρωσία. Eτσι, μπορεί να αποτελέσει ευκολότερα μια πλατφόρμα πολλαπλασιασμού των ποσοτήτων φυσικού αερίου που θα εισρέουν στην Ευρώπη (κατά τα πρότυπα του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης όπως περιεγράφησαν ανωτέρω). Σε αντιδιαστολή, η Ελλάδα σχεδιάζει έναν μικρότερης χωρητικότητας αγωγό (κάτω από 10 BCM) που «μεγαλώνει» δυσκολότερα, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πιο αμήχανη στο να προσεγγίσει εναλλακτικούς προμηθευτές προκειμένου να εξασφαλίσει ποσότητες που μπορούν να οδηγήσουν σε χωρητικότητες -γιατί όχι;- 50, 60 ή και 80 BCM, τις οποίες επιθυμεί η Ευρώπη. Οι κακές γλώσσες λένε ότι πίσω από τη δυστοκία αυτή δεν κρύβεται τίποτε άλλο από επιχειρηματικά συμφέροντα ή μάλλον επιχειρηματική ανασφάλεια, ότι το παιχνίδι μπορεί να μεγαλώσει τόσο ώστε να χαθεί ο έλεγχος. Σε κάθε περίπτωση, στις 22 Φεβρουαρίου, οπότε και συναντώνται οι υπουργοί ενέργειας της Ε.Ε., το τοπίο θα αρχίζει να ξεκαθαρίζει αναγκαστικά. Το Συμβούλιο Κορυφής των χωρών- μελών της Ε.Ε. που θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο θα ασχοληθεί, προφανώς, και με τα ενεργειακά ζητήματα, οπότε οι ασάφειες θα πρέπει να έχουν μειωθεί δραματικά. Προλαβαίνουμε; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. (Καθημερινή, 18/2/07)

Διαβάστε ακόμα