Του Joseph E. Stiglitz
Τελικά φαίνεται πως το μήνυμα πέρασε: η υπερθέρμανση του πλανήτη αντιπροσωπεύει σοβαρότατη απειλή για τη Γη. Στο τελευταίο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ, στο Νταβός, οι διεθνείς προσωπικότητες που έλαβαν μέρος διαπίστωσαν ότι για πρώτη φορά οι κλιματικές μεταβολές βρίσκονται στην κορυφή των θεμάτων που ανησυχούν τον κόσμο. Ευρώπη και Ιαπωνία έχουν δείξει ότι είναι αποφασισμένες να περιορίσουν το φαινόμενο αυτό, επιβάλλοντας αυξημένο κόστος στην παραγωγή ρύπων, ακόμα κι αν αυτό τους δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι οι ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Κλίντον είχε ζητήσει να ληφθούν τολμηρά μέτρα από το 1993, προτείνοντας ουσιαστικά φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Όμως, μια «συμμαχία» ρυπαντών, με επικεφαλής τις βιομηχανίες άνθρακα, πετρελαίου και αυτοκινήτων, ακύρωσε αυτή την πρωτοβουλία. Για την επιστημονική κοινότητα, η απόδειξη περί των κλιματικών αλλαγών έχει, βεβαίως, βρεθεί στο προσκήνιο εδώ και πάνω από μιάμιση δεκαετία. Είχα μετάσχει στη δεύτερη αξιολόγηση των επιστημονικών στοιχείων που είχαν συλλεγεί από το Intergovernmental Panel on Climate Change, που ίσως έκανε ένα σοβαρό λάθος: υποτίμησε το ρυθμό με τον οποίο συντελείτο η υπερθέρμανση του πλανήτη. Η τέταρτη αξιολόγηση επιβεβαιώνει τις διογκούμενες αποδείξεις και την εδραιούμενη πεποίθηση ότι η υπερθέρμανση είναι αποτέλεσμα της αυξημένης εκπομπής ρύπων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός της υπερθέρμανσης απεικονίζει το αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων και «κεντρικών σημείων» που μπορεί να επιταχύνουν την όλη αυτή διαδικασία. Για παράδειγμα, καθώς ο αρκτικός κύκλος λιώνει, αντανακλάται ολοένα και λιγότερο ηλιακό φως. Ομοίως, ορισμένες δραματικές αλλαγές στα καιρικά πλάνα, μεταξύ των οποίων και το λιώσιμο των παγετώνων στη Γροιλανδία και του μονίμως παγωμένου υπεδάφους στη Σιβηρία, έχουν επιτέλους πείσει την επιχειρηματική κοινότητα για το ότι είναι πλέον καιρός για δράση. Πρόσφατα, ακόμα και ο πρόεδρος Μπους φαίνεται πως ξύπνησε. Αλλά μια προσεκτικότερη ματιά σ' αυτά που κάνει αλλά και σε εκείνα που δεν κάνει, δείχνει σαφώς ότι έχει στο μεγαλύτερο βαθμό προσέξει τις εκκλήσεις όσων από τις βιομηχανίες πετρελαίου και άνθρακα συνεισφέρουν στην προεκλογική του εκστρατεία και ότι για ακόμα μια φορά έχει θέσει τα συμφέροντά τους υπεράνω των διεθνών συμφερόντων σε ό,τι αφορά τη μείωση των ρύπων. Αν ανησυχούσε πραγματικά για την υπερθέρμανση του πλανήτη, γιατί να υιοθετήσει την κατασκευή θερμοηλεκτρικών μονάδων, ακόμα κι αν αυτές χρησιμοποιούν αποτελεσματικότερες τεχνολογίες απ' ό,τι στο παρελθόν; Αυτό που πάνω απ' όλα απαιτείται είναι η παροχή κινήτρων που θα βασίζονται στην αγορά, έτσι ώστε οι Αμερικανοί να χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια και να παράγουν περισσότερη, κατά τρόπους που θα εκπέμπονται λιγότεροι ρύποι. Αλλά ο πρόεδρος Μπους δεν έχει καταργήσει ούτε τις μαζικές επιδοτήσεις προς τη βιομηχανία πετρελαίου, ούτε έχει παράσχει επαρκή κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας. Ακόμα και η έκκλησή του για ενεργειακή ανεξαρτησία θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα επιχειρηματολογία για τις παλιές εταιρικές επιδοτήσεις. Μια πολιτική που συνεπάγεται μείωση των περιορισμένων πετρελαϊκών πόρων της Αμερικής θα καταστήσει τις ΗΠΑ περισσότερο εξαρτημένες από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμό πάνω από 50 σεντς ανά γαλόνι αιθανόλης που εισάγεται από τη Βραζιλία, ωστόσο επιδοτούν γενναία την ανεπαρκή αμερικανική (με βάση το καλαμπόκι) αιθανόλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάζεται πάνω από ένα γαλόνι βενζίνης για το λίπασμα, τη συγκομιδή, τη μεταφορά, την επεξεργασία και τη διύλιση καλαμποκιού που θα αποδώσει 1 γαλόνι αιθανόλης. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ αποτελούν το μεγαλύτερο ρυπαντή στον κόσμο, έχοντας την ευθύνη για το 25% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ίσως είναι κατανοητή η απροθυμία τους να πάρουν πρόσθετα μέτρα για το κλίμα. Κατανοητή αλλά όχι συγχωρητέα. Αλλά τα όσα υποστηρίζει ο πρόεδρος Μπους, ότι δηλαδή η Αμερική δεν μπορεί να κάνει περισσότερα για το θέμα του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι πολύ ρηχά. Άλλες βιομηχανικές χώρες, του αυτού επιπέδου με συγκρίσιμο δείκτη διαβίωσης, παράγουν μόλις κλάσμα ρύπων συγκριτικά με τις ΗΠΑ, σε αναλογία δολαρίου/ΑΕΠ. Έτσι, αμερικανικές επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια αποκτούν μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων από την Ευρώπη και αλλού. Ορισμένοι στην Ευρώπη ανησυχούν ότι αν ληφθούν αυστηρά μέτρα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου μπορεί να αποβούν αντιπαραγωγικά: οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας μπορεί απλούστατα να στραφούν στις ΗΠΑ ή σε άλλες χώρες που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο πρόβλημα. Δεν υπάρχει σχεδόν κόκκος αλήθειας σ' αυτές τις ανησυχίες. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο για τις κλιματικές αλλαγές είναι η ελάχιστη αλληλοεπικάλυψη μεταξύ χωρών που είναι οι πλέον ευάλωτες σε τέτοιες συνέπειες (κυρίως φτωχές χώρες του νότου που δεν έχουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα) και χωρών όπως οι ΗΠΑ που είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές. Το διακύβευμα είναι εν μέρει ηθικό ζήτημα, θέμα παγκόσμιας δικαιοσύνης. Το Πρωτόκολλο του Κιότο αντιπροσώπευε την προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να χειριστεί το πρόβλημα της υπερθέρμανσης κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό. Ωστόσο, δεν συμπεριέλαβε την πλειονότητα των ρυπογόνων πηγών και, αν δεν γίνει κάτι ώστε να συμπεριληφθούν οι ΗΠΑ και οι αναπτυσσόμενες χώρες κατά έναν εποικοδομητικό τρόπο, δεν θα είναι τίποτε άλλο πέραν μιας καθαρά συμβολικής χειρονομίας. Χρειάζεται μια νέα «συμμαχία βούλησης», αυτή τη φορά ίσως με επικεφαλής την Ευρώπη, πρωτοβουλία που αυτή τη φορά θα υπαγορεύεται από έναν υπαρκτό κίνδυνο. Αυτή η «συμμαχία βούλησης» θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία για βασικά στάνταρ: αποφυγή θερμοηλεκτρικών σταθμών, αύξηση των αυτοκινήτων με χαμηλή κατανάλωση και παροχή βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες. Πρέπει επίσης να συμφωνηθεί η παροχή ισχυρότερων κινήτρων για τους παραγωγούς, είτε με αυστηρότερα πλαφόν στις εκπομπές ρύπων είτε με υψηλότερη φορολόγηση της μόλυνσης. Στη συνέχεια μπορεί να υπάρξουν συμφωνίες για την επιβολή φόρων σε προϊόντα άλλων χωρών που ακολουθούν διαδικασία παραγωγής η οποία επιβαρύνει τη θέρμανση του περιβάλλοντος. Οι αλλαγές στο κλίμα λόγω των κλιματικών μεταβολών προσφέρει στους Ευρωπαίους ηγέτες αλλά και σε άλλα στελέχη αυτής της «συμμαχίας βούλησης» μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία για να σταματήσουν τα λόγια και να αρχίσουν οι πράξεις. Ο JOSEPH E. STIGLITZ, κάτοχος Νόμπελ Οικονομίας, είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Columbia και διετέλεσε επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων στην κυβέρνηση Κλίντον και ανώτατο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας. (Ναυτεμπορική, 20/2/07)

Διαβάστε ακόμα