Του Κ.Ν. Σταμπολή, πρόσφατα στην Τεχεράνη
Καθώς κορυφώνεται η ένταση στις ούτως ή άλλως εύθραυστες σχέσεις ΗΠΑ και Ιράν, ιδιαίτερα μετά τα γυμνάσια του Ιρανικού στρατού και των Φρουρών της Επανάστασης τα τελευταία 24ωρα αλλά και την παρουσία ισχυρής δύναμης του Αμερικανικού ναυτικού στον Περσικό Κόλπο, πληθαίνουν οι ανησυχίες για μια ενδεχόμενη επέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη διεθνή ενεργειακή αγορά και την παγκόσμια οικονομία. Ανώτεροι αξιωματούχοι της Αμερικανικής κυβέρνησης (αλλά και η πολιτική ηγεσία του Ισραήλ) έχουν κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει την Τεχεράνη ότι εάν δεν σταματήσει το πυρηνικό της πρόγραμμα, τότε οι ΗΠΑ θα αναλάβουν μονομερή δράση βομβαρδίζοντας συγκεκριμένους στόχους εντός του Ιράν. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό πριν από μερικές ημέρες, το Αμερικανικό Πεντάγωνο εδώ και καιρό έχει καταστρώσει λεπτομερές σχέδιο, γνωστό ως TIRANT, βάσει του οποίου σε πρώτη φάση θα γίνουν αεροπορικές επιδρομές στις πόλεις Avak, Natanz, Isfahan και ενδεχομένως στην Τεχεράνη, με σκοπό να πληγούν οι κύριες πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, συμπεριλαμβανομένου και του υπό κατασκευή πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρισμού στο Bushehr. Όπως σημειώνουν καλά πληροφορημένοι πολιτικοί παρατηρητές στην Τεχεράνη, μια πολεμική ενέργεια των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμιο ειρήνη, καθότι θεωρείται απολύτως βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα αντιδράσει άμεσα προχωρώντας σε αντίποινα εναντίον Αμερικανικών στόχων στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, μια εξέλιξη που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στον αποκλεισμό των στενών του Χορμούζ και στη διακοπή του ομαλού πετρελαϊκού εφοδιασμού της Δύσης. Παρά τους κοινωνικούς και άλλους περιορισμούς που έχει επιβάλλει στους κατοίκους το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης, εν τούτοις απολαμβάνει ευρείας στήριξης από τις μεγάλες λαϊκές μάζες, οι οποίες αντιτίθενται σφόδρα στην Αμερικανική παρεμβατική πολιτική και άρα είναι διατεθειμένες να προσφέρουν νέες εκατόμβες μαρτύρων σε μια πιθανολογούμενη στρατιωτική αναμέτρηση. Αν και οι μνήμες από τον οκταετή Ιρανο-Ιρανικό πόλεμο είναι ακόμη νωπές, το λαϊκό αίσθημα περί δικαιοσύνης δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί πλήρως γι’ αυτό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανωτέρω παρατηρητών, τόσο η θρησκευτική όσο και η πολιτική ηγεσία του Ιράν δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένες να διαπραγματευθούν με την Αμερική – σε αντίθεση με ό,τι συνέβη πρόσφατα με την Β. Κορέα – έναν άνευ όρων τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος της χώρας. Τόσο η ολοκλήρωση του εν λόγω προγράμματος, αδιάρρηκτο στοιχείο του οποίου είναι η εγχώρια παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου (που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πυρηνικών όπλων), όσο και η λειτουργία του πρώτου πυρηνικού σταθμού της χώρας στο Bushehr, θεωρούνται στρατηγικοί στόχοι υψίστης σημασίας και είναι θέμα εθνικού γοήτρου. Άρα, μια ουσιαστική υποχώρηση του προέδρου Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ αυτή τη στιγμή μπορεί ακόμη και να υπονομεύσει την επιβίωση της ίδιας της κυβέρνησης. Αν και τελευταία έχει μειώσει αισθητά τους τόνους της προκλητικής ρητορικής του, υπό την πίεση του ιερατείου το οποίο προσπαθεί έντεχνα να αποφύγει μια ρήξη με την Αμερική αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο Αχμαντινετζάντ καταφέρνει να ελίσσεται πολιτικά παρά την δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος, λόγω του υψηλού πληθωρισμού (20% +) και της περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής που έχει εξ’ ανάγκης επιβληθεί. Χωρίς η κυβέρνηση να αντιμετωπίζει κάποιες ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, κυρίως λόγω των αυξημένων εσόδων που εισρέουν στον κρατικό κορβανά από τις εξαγωγές πετρελαίου, του σχεδόν μηδενικού εξωτερικού χρέους και των υψηλών αποθεματικών (60δισεκ. δολαρίων), εν τούτοις προβληματίζεται στα πλαίσια εφαρμογής του νέου 5ετούς σχεδίου ανάπτυξης για το εάν θα πρέπει να συνεχίσει την υψηλή επιδότηση βασικών προϊόντων, όπως η βενζίνη και ορισμένες κατηγορίες τροφίμων. Με διττό στόχο την περαιτέρω ενδυνάμωση της οικονομίας και την έξοδο από την επιχειρούμενη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της οικονομική απομόνωση της χώρας, η κυβέρνηση έχει θέσει την ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα ως τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο της οικονομικής και πολιτικής της ατζέντας. Οι βασικές προτεραιότητες της ακολουθούμενης σήμερα ενεργειακής πολιτικής έχουν ως εξής: 1. Αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στα 5,0εκατ. βαρέλια/ημέρα, μέχρι το 2010, από τα 3,8εκατ. βαρέλια/ημέρα σήμερα. 2. Αύξηση των εξαγωγών φυσικού αερίου στα 120δισεκ. κυβικά μέτρα/χρόνο (BCM’s) μέχρι το 2015 (40BCM για εξαγωγές LNG και 80BCM μέσω αγωγών). 3. Ραγδαία μείωση των εισαγωγών λευκών προϊόντων πετρελαίου μέσω της επέκτασης και αναβάθμισης της διυλιστικής ικανότητας της χώρας (βλέπε άρθρο Κ.Ν. Σταμπολή για επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα του Ιράν στο www.energia.gr της 21/02/2007) 4. Μείωση της χρήσης φυσικού αερίου και πετρελαίου για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της ένταξης στο σύστημα μονάδων πυρηνικής ενέργειας (γι’ αυτό και το πυρηνικό πρόγραμμα έχει ιδιαίτερη σημασία για τον συνολικό ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας) 5. Συμμετοχή ξένων επενδυτών σε έργα του πετρελαϊκού τομέα μέσω συμφωνιών production sharing και buy-back αλλά και ξεχωριστών επενδυτικών συμφωνιών. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά το επικρατούν αρνητικό κλίμα για διεθνείς επενδύσεις στο Ιράν, έχουν υπογραφεί αξιόλογες συμφωνίες με γνωστές εταιρείες τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ από τις αρχές του έτους, σύμφωνα με πηγές της κρατικής εταιρείας πετρελαίων (NIOC), έχουν συμβολαιοποιηθεί έργα ύψους 34δισεκ. δολαρίων. Οι επιβληθείσες από τα Ηνωμένα Έθνη κυρώσεις αν και δεν επηρεάζουν ακόμη σημαντικά τα μεγάλα επενδυτικά έργα του ενεργειακού τομέα, εν τούτοις δημιουργούν καθυστερήσεις και προσδίδουν μια αρνητική εικόνα, η οποία σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που δημιουργεί η Αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή δρα αποτρεπτικά για το οικονομικό άνοιγμα, με άξονα την ενέργεια, που επιχειρεί σήμερα η Τεχεράνη. Απώτερος στόχος της ενεργειακής στρατηγικής της Τεχεράνης είναι η αύξηση της ενεργειακής αυτάρκειας ώστε η χώρα να μπορεί να ανθίσταται στις εξωτερικές πιέσεις ενώ παράλληλα να είναι σε θέση να εξασφαλίσει άφθονη και φθηνή ενέργεια, έστω και επιδοτούμενη, απαραίτητη προϋπόθεση για την ταχύρυθμη οικονομική της ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό η ολοκλήρωση και ένταξη στο ηλεκτρικό δίκτυο (δεν προβλέπεται πριν τα μέσα του 2008) της πυρηνικής μονάδος στο Bushehr, ισχύος 1000MW, αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Μάλιστα για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της και για να καθησυχάσει τις αιτιάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA), η Τεχεράνη έχει δεχθεί όπως τα πυρηνικά κατάλοιπα του σταθμού να αποστέλλονται στη Ρωσία για επεξεργασία και αποθήκευση. Ο σταθμός του Bushehr κατασκευάζεται βάσει σύμβασης από τη Ρωσική εταιρεία Atomstroiexport. Με πρόφαση την μη ομαλή καταβολή των προβλεπομένων πληρωμών από την Τεχεράνη, εκπρόσωπος της άνω εταιρείας δήλωσε πρόσφατα ότι προβλέπονται σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του έργου, η έναρξη λειτουργίας του οποίου τοποθετείται τώρα στο τέλος του 2008 αντί το Δεκέμβριο του 2007 που ήτο προγραμματισμένη. Η κυβέρνηση του Ιράν αρνείται φυσικά τους ρωσικούς ισχυρισμούς περί μη συμμόρφωσης με τους όρους της συμφωνίας και επιμένει στην τήρηση του αρχικού χρονοδιαγράμματος για την ολοκλήρωση του έργου. Το πρόβλημα φαίνεται ότι εστιάζεται στην απόφαση της Τεχεράνης να πληρώνει απ’ εδώ και εφεξής σε ευρώ και όχι σε δολάρια, από τα οποία θέλει να αποδεσμευτεί λόγω των γνωστών κυρώσεων. Όπως σημείωναν καλά πληροφορημένες πηγές στην ιρανική πρωτεύουσα, η μόλις δημοσιοποιηθείσα αυτή θέση της Ρωσίας εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο του ευρω-αμερικανικού άξονα για πίεση στην Τεχεράνη να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες. Όμως, το Ιράν πιστεύει ακράδαντα ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα αποτελεί ύψιστο στρατηγικό στόχο αφού αυτό, με την ολοκλήρωση του θα προσδώσει κύρος, δύναμη και επιρροή στη χώρα.

Διαβάστε ακόμα