του Κ.N. Σταμπολή Στις πρωτοχρονιάτικες δηλώσεις του ο πρωθυπουργός έθηξε το θέμα της υφαλοκρηπίδας το οποίο πράγματι αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Εχοντας προηγουμένως αναφερθεί στο Κυπριακό και την τρομοκρατία τα οποία -όπως χαρακτηριστικά τόνισε- πορεύονται προς επίλυση, ο κ. Σημίτης προσέθεσε «υπάρχει κι ένα άλλο θέμα, το οποίο έχουμε αρχίσει κιόλας να εξετάζουμε. Είναι το θέμα της υφαλοκρηπίδας, το πρόβλημα που έχουμε με την Τουρκία. Και αυτό ανήκει στα προβλήματα της μεταπολίτευσης. Αυτό πιστεύω πως μπορεί να λυθεί τον επόμενο καιρό», για να συμπληρώσει παρακάτω τα εξής: «Αν θέλει η Τουρκία να πορευθεί το δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς δυσκολίες, τότε θα πρέπει να λύσει τα εκκρεμή προβλήματα, γιατί δεν χωράει στην ΕΕ μία χώρα με εθνικισμούς, επιθετική στάση και αντιπαλότητες». Ως γνωστό η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια αναγνωρίζει το θέμα της υφαλοκρηπίδας ως τη μόνη ουσιαστική διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στις δύο χώρες, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη (λ.χ. βραχονησίδες, FIR, γκρίζες ζώνες κ.λπ.). Μέχρι πρόσφατα η πάγια θέση της χώρας μας ήταν η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αφού προηγουμένως υπογραφεί συνυποσχετικό με την Τουρκία. Ομως, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999 η Ελλάδα δέχθηκε να προχωρήσει σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την επίλυση του θέματος δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, με χρονικό ορίζοντα τα τέλη του 2004, και μόνο σε περίπτωση αδυναμίας συνενόησης μέχρι τότε, να παραπεμφθεί το θέμα στη Χάγη. Από το Μάρτιο του 1985, οπότε και σημειώθηκε σοβαρή εμπλοκή με την Τουρκία για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, με αφορμή την πρόθεση διενέργειας ερευνητικών γεωτρήσεων ανατολικά του Πρίνου από την κοινοπραξία που εκμεταλλεύονταν τότε τα κοιτάσματα της περιοχής, υπάρχει ένα άτυπο moratorium βάσει του οποίου και οι δύο χώρες απέχουν από κάθε ερευνητική προσπάθεια. Ομως το τίμημα που καταβάλλουν οι δύο χώρες και ιδιαίτερα η Ελλάδα με την μη πραγματοποίηση οποιοασδήποτε έρευνας και ενδεχόμενης παραγωγής από νέα κοιτάσματα, είναι μεγάλο, ιδιαίτερα εαν λάβουμε υπόψη μας τα υψηλά επίπεδα που κυμαίνονται τελευταία οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές και τα οποία κατά πάσα πιθανότητα θα ισχύσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βάσει γεωφυσικών μελετών αλλά και υποθαλάσσιων γεωτρήσεων έχουν διαπιστωθεί οικονομικά απολήψιμα αποθέματα υδρογοναθράκων σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου, ενώ μόνο στη περιοχή ανατολικά του Πρίνου εκτιμάται ότι αυτά μπορούν να αποφέρουν 80.000-100.000 βαρέλια αργού την ημέρα καλύπτοντας έτσι ένα 25-30% των αναγκών της χώρας (σήμερα η Ελλάδα καλύπτει το 98% των αναγκών της με εισαγωγές). Η εν λόγω περιοχή βρίσκεται εντός της υπό της Ελλάδας θεωρούμενης ως δικής της υφαλοκρηπίδας, αλλά όχι εντός των σήμερα ισχυόντων χωρικών υδάτων, δηλαδή πέρα των 6 ναυτικών μιλίων. Γι' αυτόν τον λόγο παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να επέλθει συνενόηση για την αιγιαλίτιδα ζώνη με τη δυνατότητα που δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στην Ελλάδα να την επεκτείνει στα 12 μίλια, όπου αυτό είναι δυνατό και όπου δεν είναι να ισχύσει η μέση γραμμή, θέση βέβαια που δεν αποδέχεται η Αγκυρα η οποία δεν έχει καν υπογράψει την ανωτέρω διεθνή σύμβαση, και από το 1979 απειλεί την Ελλάδα με casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει μονομερώς, όπως έχει κάθε δικαίωμα, τα χωρικά της ύδατα. Εαν όμως η Τουρκία πραγματικά επιθυμεί να προετοιμασθεί για την ευρωπαϊκή πορεία που οραματίζεται θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφού προηγουμένως αποδεχθεί (α) το Νέο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και τον από αυτό πηγάζοντα ορισμό της υφαλοκρηπίδας και (β) την ισχύουσα γεωγραφική κατανομή στο Αιγαίο και την ελληνική κυριότητα στο νησιωτικό σύμπλεγμα. Επειδή όμως η υφαλοκρηπίδα παρέχει στο αντίστοιχο παραθαλάσσιο κράτος τη δυνατότητα άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων κυριαρχικού χαρακτήρα όπως ορθά παρατηρεί ο Αναστάσιος Πεπονής στο βιβλίο του «Ελλάδα και Δημοκρατία Στη Νέα Πραγματικότητα», (σελ. 196) και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας βάσει του Διεθνούς Δικαίου σαφώς ευνοεί την Ελλάδα, γι'αυτό η Τουρκία αντιδρά με κάθε τρόπο για μία συνενόηση σε αυτό το θέμα. Αμφισβητώντας όμως το δικαίωμα της Ελλάδας για άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ελληνικό υποθαλάσσιο και θαλάσσιο χώρο, η Τουρκία ουσιαστικά αποβλέπει στη διάσπαση της συνέχειας και της συνοχής της νησιωτικής Ελλάδος του Αιγαίου. Κάθε άλλο παρά ευρωπαϊκή μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η συμπεριφορά και αντίληψη της Τουρκίας. ΣΗΜΕΙΩΣΗ Ως όρος και ως έννοια η υφαλοκρηπίδα είναι σχετικά πρόσφατη, αφού άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όταν οι ανάγκες γισ εξεύρεση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου μαζί με την τεχνολογία που είχε στο μεταξύ δημιουργηθεί, επέτρεψαν την εκμετάλλευση του βυθού των θαλασσών. Ως γεωλογικός ορισμός η υφαλοκρηπίδα χαρακτηρίζει το έδαφος και το υπέδαφος του πυθμένος μέχρις εκεί που αρχίζουν τα μεγάλα βάθη. Βάσει του Νέου Δικαίου της Θάλασσας η υφαλοκρηπίδα έχει έκταση 200 ναυτικά μίλια πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, ανεξάρτητα από το βάθος της θάλασσας. Ετσι η Μεσόγειος επικαλύπτεται από τις υφαλοκρηπίδες των παράκτιων κρατών. Στην περίπτωση του Αιγαίου το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αφού η έκταση είναι περιορισμένη κα ιτα βάθη σχετικά μικρά. Αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η οριοθέτηση αυτής της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στα δύο παράκτια κράτη.

Διαβάστε ακόμα