Του James Dobbins
Περιέργως, οι ΗΠΑ κατάφεραν να μετατραπούν σε εχθρό για την πλειονότητα των σιιτών, των σουνιτών, των Αράβων και των Ιρανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα ελάχιστα κοινά που έχουν αυτοί οι αντίπαλοι είναι η αντίθεσή τους προς την Αμερική. Οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ δέχονται επίθεση ταυτοχρόνως από σουνίτες, από πρώην μέλη του Μπάαθ, αλλά και από μαχητές της Αλ Κάιντα. Οι συγκεκριμένες ομάδες διάκεινται επίσης εχθρικά και προς το Ιράν, το οποίο στηρίζει τα σιιτικά κόμματα που απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της ιρακινής κυβέρνησης. Πως κατάφεραν οι ΗΠΑ να προκαλέσουν την αντίθεση όλων των εμπλεκόμενων πλευρών; Και γιατί στηρίζει η Ουάσιγκτον μία ιρακινή κυβέρνηση σιιτικής πλειοψηφίας, τη στιγμή που προσπαθεί να απομονώσει, να κάμψει και να αποσταθεροποιήσει τον μοναδικό σύμμαχο αυτής της κυβέρνησης, δηλαδή το Ιράν; Το αξίωμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» υπήρξε ανέκαθεν βασικό για τη realpolitik. Κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους η Βρετανία στήριζε κάθε κυβέρνηση που θα στρεφόταν κατά του τυχοδιώκτη της Κορσικής. Το 1941, απαντώντας στην κριτική για τη προσέγγισή του στη σταλινική Ρωσία, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε ότι «αν ο Χίτλερ κατακτούσε την Κόλαση, θα έκανα θετική μνεία στον Διάβολο στη Βουλή των Κοινοτήτων». Στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον απέστειλε, προκειμένου να συνάψει μυστική συμμαχία με την Κίνα του Μάο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Χένρι Κίσινγκερ σε μυστική αποστολή στο Πεκίνο. Το ίδιο αξίωμα έστρεψε, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, τις ΗΠΑ προς τη Μέση Ανατολή. Τη δεκαετία του ’50, καθώς τα αριστερά καθεστώτα όπως του Γκαμάλ Αμπντέρ Νάσερ στρέφονταν προς τη Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ προκάλεσαν πραξικόπημα στο Ιράν, με στόχο την εγκατάσταση του συντηρητικού καθεστώτος του σάχη Μοχάμετ Ρεζά Παχλαβί. Όταν ο σάχης ανετράπη από τις επαναστατικές Ισλαμιστικές Δυνάμεις το 1979, οι ΗΠΑ στράφηκαν προς το γειτονικό Ιράκ, το οποίο κυβερνείτο από την αριστερή, πλην όμως κοσμική κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι αμερικανοί ηγέτες άρχισαν να αισθάνονται ότι δεν δεσμεύονταν πλέον από τους παραδοσιακούς περιορισμούς της realpolitik. Οι ΗΠΑ ως μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη, παρέκαμψαν τις στρατηγικές εξισορρόπησης στη Μέση Ανατολή. Ενδυναμωμένη, η Αμερική αισθάνθηκε ικανή να αντιμετωπίσει ταυτοχρόνως και το Ιράν και το Ιράκ. Η στρατηγική της «διπλής ανάσχεσης» (dual containment), όπως ονομάστηκε, δεν αποτελεί εφεύρεση των νέο-συντηρητικών. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση Κλίντον, η οποία επεδίωξε να απομονώσει και να αποσταθεροποιήσει ταυτοχρόνως και το Ιράν και το Ιράκ. Η στρατηγική της «διπλής ανάσχεσης» όμως λειτούργησε όσο τα καθεστώτα του Ιράν και του Ιράκ αλληλομισούνταν. Με την εισβολή τους στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003 οι ΗΠΑ αφαίρεσαν τα βασικά πλεονεκτήματα από τη συγκεκριμένη στρατηγική, χωρίς να αλλάξουν το υπόστρωμα της πολιτικής. Η κυβέρνηση Μπους εγκαθίδρυσε πρώτα ένα φιλοϊρανικό καθεστώς στην Καμπούλ και μετά άλλο ένα στη Βαγδάτη. Ξαφνικά δεν υπήρχε κανένα περιφερειακό αντίβαρο στο Ιράν. Και τα δύο καθεστώτα, εκτός του ότι ήταν αποδέκτες της ιρανικής στήριξης πολύ προτού εκφραστεί το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον γι’ αυτούς, γνωρίζουν ότι όταν οι ΗΠΑ αποχωρήσουν από την περιοχή πρέπει να βασισθούν μακροπρόθεσμα στο Ιράν. Συνεπώς, ούτε η αφγανική ούτε η ιρακινή κυβέρνηση πρόκειται να συνεργαστεί σε μία αμερικανική προσπάθεια απομόνωσης και αποσταθεροποίησης του Ιράν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις της Καμπούλ και της Βαγδάτης θα γίνουν μαριονέτες του Ιράν, αλλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να συστρατευθούν με τις ΗΠΑ εναντίον του ισχυρού και φιλικού γείτονά τους. Αυτή τη στιγμή οι αμερικάνικές προσπάθειες στη Μέση Ανατολή ούτε περιορίζουν το Ιράν ούτε σταθεροποιούν το Ιράκ. Και είναι απίθανο να πετύχουν οποιονδήποτε στόχο ταυτοχρόνως. Κάποιες φορές ακόμη και η μοναδική υπερδύναμη του κόσμου πρέπει να κάνει μία επιλογή. Αν η σταθεροποίηση του Ιράκ αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ – όπως πιστεύουν οι περισσότεροι Αμερικανοί – τότε είναι αναγκαίος κάποιος συμβιβασμός με το Ιράν. Και αυτό επειδή το Ιράν είναι η μόνη πιθανή πηγή περιφερειακής σταθερότητας για την – αμερικανικής στήριξης – κυβέρνηση της Βαγδάτης. Αυτός ο συμβιβασμός ήταν η πρόταση της διακομματικής Ομάδας Μελέτης για το Ιράκ, την οποία ο πρόεδρος Τζόρτζ Μπους προτίμησε να αγνοήσει. Αν όμως η ύψιστη προτεραιότητα είναι η αποσταθεροποίηση του Ιράν, τότε οι ΗΠΑ πρέπει να εγκαταλείψουν το φιλοϊρανικό καθεστώς που δημιούργησαν στο Ιράκ. Όσο η χώρα αρνείται να κάνει αυτή τη δυσάρεστη επιλογή, οι αμερικανοί στρατιώτες θα παραμένουν στο στόχαστρο τόσο των σουνιτών όσο και των σιιτών μαχητών του Ιράκ, το Ιράν θα ακολουθεί ανοδική πορεία και η Μέση Ανατολή θα γίνεται όλο και πιο βίαιη και πιο ασταθής. Μπορεί οι ΗΠΑ να διαθέτουν αρκετή επιρροή για να είναι σε θέση να κάνουν σχεδόν οτιδήποτε, δεν είναι όμως τόσο ισχυρές ώστε να μπορούν να κάνουν τα πάντα. Και όταν το προσπαθούν, κινδυνεύουν να μην πετύχουν τίποτε. (Το Βήμα, 03/03/2007)

Διαβάστε ακόμα