Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η πιθανότητα για ένα τυχαίο επεισόδιο στον Περσικό Κόλπο μεταξύ των Ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων και της Αμερικανο-Βρετανικής αρμάδας που περιπολεί επισταμένα την περιοχή, εξακολουθεί να παραμένει ο μεγαλύτερος φόβος για τους δυτικούς αναλυτές οι οποίοι πιστεύουν ότι σήμερα, (με την τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί, λόγω της απαγωγής την περασμένη εβδομάδα των Βρετανών κομάντος), ο κίνδυνος μιας ανάφλεξης είναι μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε. Είναι επίκαιρο εξ’ άλλου το επεισόδιο κατά τη διάρκεια του Ιρανο- Ιρακινού πολέμου τον Ιούνιο του 1988, όταν ένα Αμερικανικό καταδρομικό που περιπολούσε στον Περσικό Κόλπο κατέρριψε κατά λάθος ένα επιβατηγό αεροσκάφος Airbus Α300 των Ιρανικών Αερογραμμών με 290 θύματα. Αυτό και άλλα μικρότερα επεισόδια στην περιοχή είναι αυτά που οδηγούν τους αναλυτές στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ή κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο για να φθάσει η κατάσταση στα άκρα και ν’ αρχίσουν μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις. Τόσο η κατάσταση στο Ιράν, το οποίο απτόητο συνεχίζει το πυρηνικό του πρόγραμμα προκαλώντας την μήνη της κυβέρνησης Μπους, όσο και η γενικότερη ανησυχία για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί με εξαιρετικά χαμηλή εφεδρική παραγωγική δυνατότητα (γύρω στο 3%), αυτό που λέμε spare capacity, αλλά και άλλοι συγκυριακοί παράγοντες όπως λ.χ. η απεργία στο Γαλλικό πετρελαϊκό σταθμό Φος- Λαβερά και η έκρυθμη κατάσταση στο Δέλτα του Νίγηρα, είναι οι λόγοι που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου οι οποίες για μία ακόμα φορά μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια ακολουθούν μία ραγδαία αυξητική πορεία. Σε ότι αφορά το πρώτο τρίμηνο του έτους συντρέχουν και ορισμένοι άλλοι λόγοι γιατί οι τιμές ανέκαμψαν από το επίπεδο των 45-50 δολαρίων το βαρέλι, τον περασμένο Ιανουάριο, και κινούνται σήμερα στα επίπεδα των 65 δολαρίων και άνω. Οι λόγοι για την ανάκαμψη των τιμών μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: (α) Ο κρύος Φεβρουάριος στη Β. Αμερική (β) Τα χαμηλά αμερικανικά αποθέματα (-5% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι) (γ) Μείωση παραγωγής χωρών OPEC βάσει των αποφάσεων που ελήφθησαν στις συνελεύσεις της Doha και της Abuja στο τέλος του 2006. (δ) Οι αυξητικές τάσεις της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης η οποία από τα 84.5 εκ. βαρέλια την ημέρα (μέσος όρος για το 2006) αναμένεται να φθάσει στα 85.5 εκ. βαρέλια μέσα στους ερχόμενους μήνες. Η ζήτηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας- Κίνας αλλά και στην απόφαση για αύξηση των στρατηγικών αποθεμάτων αργού από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η ενίσχυση των στρατηγικών αποθεμάτων απαιτεί και άλλα επιπλέον φορτία αργού, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Σήμερα (3/4/07) η τιμή για την ποικιλία Brent στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Λονδίνου έφθασε τα 69.80 δολάρια το βαρέλι για παραδόσεις Μαΐου ενώ άλλες ποικιλίες αργού κινούνται σταθερά πάνω από τα 70 δολάρια το βαρέλι. Σύμφωνα με αναλυτές είναι πια πραγματική η προοπτική μέχρι τα τέλη της εβδομάδας το αργό να φθάσει τα 78 δολάρια, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με αυτό του Αυγούστου του 2006. Όμως αυτή τη φορά ο γεωπολιτικός κίνδυνος φαίνεται ότι δημιουργεί πολύ μεγαλύτερες ανησυχίες με την κρίση στη Μέση Ανατολή να έχει τρόπο τινά αναβαθμιστεί, αφού πέραν της κατάστασης πολιορκίας του Ιράκ έχουμε και τον παράγοντα Ιράν, το οποίο για τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ- Βρετανίας αποτελεί μία «συνεχή απειλή» για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Αν και οι περισσότερες κυβερνήσεις χωρών- μελών του ΝΑΤΟ διαφωνούν ανοιχτά με την στάση του Αγγλο- Αμερικανικού άξονα έναντι της Τεχεράνης, η πραγματικότητα είναι πως ως η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στο Ιράκ έχουν άμεση εποπτεία του χώρου και άρα πλήρη ελευθερία κινήσεων. Όμως μία στρατιωτική επιχείρηση κατά του Ιράν αυτή τη δεδομένη στιγμή μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα φέρει αφού η Τεχεράνη ως γνωστό δεν προτίθεται να πέσει αμαχητί ούτε να παραδοθεί όπως η Βαγδάτη. Το Ιράν σήμερα διαθέτει αξιόλογη δύναμη πυρός, έναν ετοιμοπόλεμο στρατό και μία ηγεσία η οποία δεν φοβάται να εμπλακεί σε νέες πολεμικές περιπέτειες Έτσι σε περίπτωση Αμερικανικής επίθεσης κατά πυρηνικών στόχων (σχέδιο TIRANT) εντός του Ιράν, στρατιωτικοί αναλυτές προβλέπουν ότι ο τακτικός Ιρανικός στρατός και οι Φρουροί της Επανάστασης θα μπορέσουν: (α) Εντός 24 ωρών να αποκλείσουν τα θαλάσσια στενά του Χορμούζ εμποδίζοντας ουσιαστικά τη διέλευση πετρελαιοφόρων πλοίων και LNG. (β) να πλήξουν Αμερικανικούς στόχους στο Κουβέιτ, Κατάρ και ευρύτερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ενεργειακών κύκλων σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο η τιμή του αργού θα εκτοξευθεί πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι σε διάστημα δύο-τριών ημερών, όπου τα 150 δολάρια το βαρέλι δεν θα αποτελεί πλέον προϊόν επιστημονικής φαντασίας. Το σενάριο αυτό το γνωρίζει καλά ο Λευκός Οίκος και έχει αναλυθεί επαρκώς από την CIA και το NSC και σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές της αγοράς πετρελαίου στο Λονδίνο, αυτό αποτελεί και τον βασικό αποτρεπτικό παράγοντα στην επιθυμία της Αμερικανικής κυβέρνησης να επιβληθεί στρατιωτικά επί του Ιράν. Ακόμα όμως και εάν δεν έχει τραγική κατάληξη η αντιπαράθεση μεταξύ των Ιρανικών και Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στον Κόλπο, η παρουσία και μόνο μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης κρούσης στην περιοχή προκαλεί έντονες ανησυχίες με αποτέλεσμα οι διεθνείς τιμές να επιβαρύνονται σταθερά μ’ ένα «καπέλο» του ύψους των 10-20 δολαρίων ανά βαρέλι. «Με τις τιμές στα 60-65 δολάρια το βαρέλι οι διεθνείς τιμές του αργού ανταποκρίνονται λίγο ή πολύ στους υποκείμενους παράγοντες της αγοράς, τα γνωστά fundamentals. Άρα οποιαδήποτε επιπλέον αύξηση οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην προεξόφληση γεωπολιτικών κινδύνων», παρατηρεί υψηλόβαθμο στέλεχος διεθνούς εταιρίας πετρελαίων στο Λονδίνο. Παράλληλα με τον γεωπολιτικό παράγοντα, οι διεθνείς εταιρίες πετρελαίου που δουλεύουν στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων, το γνωστό upstream, αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερα εμπόδια και περιορισμούς στην πρόσβασή τους σε ασφαλείς και φιλόξενες περιοχές του πλανήτη όπου μπορούν να ανακαλύψουν νέα κοιτάσματα και να τα εκμεταλλευτούν. Και αυτό γιατί χώρες του OPEC που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα όπως η Σ. Αραβία, το Κουβέιτ και τα Εμιράτα δεν δέχονται ξένες επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα ενώ άλλες μέχρι πρότινος φιλελεύθερες στην συνεργασία τους με διεθνείς εταιρίες σταδιακά κλείνουν τις πόρτες σε ξένες επενδύσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Βενεζουέλα του Τσάβες έχει προχωρήσει πρόσφατα σε ευρείας κλίμακας εθνικοποιήσεις και η Ρωσία η οποία με διάφορα τεχνάσματα οδηγεί τις ξένες εταιρίες σε παραίτηση από τα ερευνητικά τους δικαιώματα (τα οποία και είχαν παραχωρηθεί επί εποχής Γιέλτσιν). Το αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ότι οι διεθνείς εταιρίες έχουν πλέον ελπίδες για ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων σε δευτερεύουσες χώρες όπως λ.χ. η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Σουδάν, η Ινδία όπου και εδώ όμως παρατηρούμε μία σκλήρυνση της στάσης των αντίστοιχων κυβερνήσεων η οποία μέχρι στιγμή εκφράζεται σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών και των εσόδων της χώρας από τις παραχωρήσεις σε ξένες εταιρίες. «Η κατάσταση στον τομέα του upstream διεθνώς δεν εμπνέει αισιοδοξία. Αντίθετα εδώ και δύο χρόνια παρατηρούμε έναν άνευ προηγουμένου ανταγωνισμό, ιδιαίτερα από κινέζικες εταιρίες οι οποίες με κάθε μέσο προσπαθούν να εξασφαλίσουν κοιτάσματα σε Ασία, Αφρική και όπου άλλού βρουν. Εάν στα ανωτέρω προσθέσουμε και την στενότητα που υπάρχει στην εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού και γεωτρύπανων, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση η οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει σημεία βελτίωσης», παρατηρεί τραπεζικό στέλεχος με έδρα το Χιούστον των ΗΠΑ. Από την μία πλευρά οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι λόγω Ιράν και από την άλλη τα εγγενή προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρίες πετρελαίου συνθέτουν ένα μάλλον απαισιόδοξο σκηνικό που μόνο υψηλές τιμές υπόσχεται για το εγγύς και απώτερο μέλλον.

Διαβάστε ακόμα