Του Γιώργου Καπόπουλου
H κρίση με την αιχμαλωσία των Βρετανών ναυτών έχει μεταβληθεί σε μια διαπραγμάτευση που δεν αφορά μόνο την απελευθέρωσή τους: Έρχεται λίγο μετά την επιβολή νέων κυρώσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ λόγω της μη συμμόρφωσης της Τεχεράνης στον διεθνή έλεγχο του πυρηνικού της προγράμματος και σχεδόν ένα μήνα μετά τη συνάντηση στη Βαγδάτη κυβερνητικών αξιωματούχων από το Ιράν, τη Συρία και τις ΗΠΑ, με στόχο τη σταθεροποίηση του Ιράκ. Ξεχασμένη συνιστώσα της σημερινής κρίσης δεν αποκλείεται να είναι η σύλληψη από αμερικανικές δυνάμεις πέντε Ιρανών διπλωματών, στις αρχές Ιανουαρίου, στο Αρμπιλ του Βορείου Ιράκ αλλά και η εξαφάνιση-αυτομόληση τον επόμενο μήνα πρώην υφυπουργού της ιρανικής κυβέρνησης που επισκεπτόταν την Τουρκία. Είναι φανερό ότι η σταθεροποίηση του Ιράκ αποτελεί ζωτικό συμφέρον όλων των συμμετασχόντων στη διάσκεψη της Βαγδάτης, η διαπίστωση όμως αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι Ουάσιγκτον και Τεχεράνη την προσεγγίζουν μέσω διαφορετικής διαδρομής: Η Ουάσιγκτον θέλει με εργαλείο τις κυρώσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν να καταστήσει τη συνεργασία του στη σταθεροποίηση του Ιράκ ως αντίβαρο σε ένα σκηνικό διεθνούς απομόνωσης. Στη χειρότερη περίπτωση επιδιώκει ώστε σε επικοινωνιακό επίπεδο να μη χρεωθεί ότι αναγορεύει την Τεχεράνη σε ρυθμιστικό παράγοντα για τις εξελίξεις στο Ιράκ. Η Τεχεράνη γνωρίζει ότι απόλυτη προτεραιότητα της Ουάσιγκτον είναι η απεμπλοκή από το Ιράκ. Έτσι σκληραίνει τη στάση της και συναρτά τη συνεργασία της στη σταθεροποίηση του Ιράκ όχι μόνο με την παράκαμψη των κυρώσεων, αλλά με την αναγνώριση του περιφερειακού της ρόλου από το Αφγανιστάν, το Λίβανο μέχρι και τα παλαιστινιακά εδάφη. Το επεισόδιο με τη σύλληψη των Βρετανών ναυτών μπορεί να ήταν τυχαίο, όχι όμως ο χειρισμός του από την ιρανική ηγεσία: Στη δήλωση Μπερνς ότι σε ό,τι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα τον λόγο έχει η διπλωματία, ήλθε να προστεθεί η έμπρακτη διαβεβαίωση του Λονδίνου ότι θέλει λύση μέσω διαπραγματεύσεων -άρα συμβιβαστική- στο θέμα των αιχμαλώτων. Έτσι εξάγεται το πρώτο σαφές μήνυμα ότι ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Λονδίνο, πέραν της ρητορικής κλιμάκωσης, θα διακινδύνευαν αυτή τη στιγμή μια επικίνδυνη κλιμάκωση της κρίσης με το Ιράν: Για τις ΗΠΑ θα περιπλεκόταν το αδιέξοδο στο Ιράκ, με χειρότερη εκδοχή το γενικευμένο χάος και με καλύτερη την απευθείας συνεννόηση της Τεχεράνης με το Ριάντ για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού από τη Βαγδάτη και τη Βηρυτό μέχρι τα παλαιστινιακά εδάφη. Με άλλα λόγια, η κλιμάκωση της πίεσης προς το Ιράν θέτει το δίλημμα μιας περαιτέρω εμπλοκής στο Ιράκ ή μιας πλήρους διπλωματικής παράκαμψης των ΗΠΑ από τις περιφερειακές δυνάμεις. Για τη Βρετανία, το πολιτικό κόστος μιας εμπλοκής σε αντιπαράθεση μακράς διάρκειας με την Τεχεράνη προβάλλει ως απαγορευτικό. Ο Μπλερ που επλήγη ανεπανόρθωτα από την ταύτισή του με τον Μπους στο Ιράκ, ετοιμάζεται μέσα στους επόμενους μήνες να παραδώσει τη σκυτάλη της πρωθυπουργίας στον Μπράουν. Το τελευταίο που θα ήθελαν τόσο ο απερχόμενος ένοικος της Ντάουνιγκ Στρητ όσο και ο διάδοχός του, είναι να πραγματοποιηθεί η αλλαγή φρουράς στη σκιά μιας κρίσης που παραπέμπει στη μοιραία επιλογή του Μπλερ την άνοιξη του 2003. Τούτων λεχθέντων, είναι σαφές ότι οι επικοινωνιακοί χειρισμοί της Τεχεράνης είναι ελιγμοί υψηλού κινδύνου: Οι τηλεοπτικές δηλώσεις μετανοίας των αιχμαλώτων κινδυνεύουν να δημιουργήσουν το αντίθετο του επιδιωκόμενου αποτελέσματος στην κοινή γνώμη της Βρετανίας και επιπλέον παραπέμπουν στο ταπεινωτικό σκηνικό της αιχμαλωσίας των Αμερικανών διπλωματών στην πρεσβεία της Τεχεράνης από τον Νοέμβριο του 1979 μέχρι τον Ιανουάριο του 1981. Ένας άλλος παράγων αβεβαιότητας, σε μια κρίση που μόνη λογική της έκβαση είναι ο συμβιβασμός, είναι η εσωτερική αντιπαράθεση στις ηγεσίες των ΗΠΑ και του Ιράν για το μέλλον των σχέσεων των δύο χωρών. Το πρόβλημα με τις ελεγχόμενες κρίσεις είναι ότι ουδείς εγγυάται ότι δεν θα τεθούν εκτός ελέγχου. (Ημερησία, 3/4/07)

Διαβάστε ακόμα