Έντονες Ανησυχίες στις Αγορές Ενισχύουν την Τιμή του Πετρελαίου - Ανίκανη η Ελλάδα να Εκμεταλλευτεί τη Διεθνή Συγκυρία (Επικαιροποιημένη Έκδοση: 14:20, 05/04/07)

Έντονες Ανησυχίες στις Αγορές Ενισχύουν την Τιμή του Πετρελαίου - Ανίκανη η Ελλάδα να Εκμεταλλευτεί τη Διεθνή Συγκυρία (Επικαιροποιημένη Έκδοση: 14:20, 05/04/07)
Πεμ, 5 Απριλίου 2007 - 11:39
Του Κ.Ν. Σταμπολή
Παρά την απόφαση της Τεχεράνης την περασμένη Τετάρτη να απελευθερώσει τους 15 Βρετανούς κομάντος που είχε συλλάβει πριν δέκα μέρες στα θαλάσσια σύνορα, Ιράν- Ιράκ, με την κατηγορία ότι εισήλθαν παράνομα στα Ιρανικά χωρικά ύδατα, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου δεν υποχώρησαν αισθητά. Στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Λονδίνου την Τετάρτη αργά το απόγευμα η ποικιλία Brent διαπραγματεύετο στα 69,13 δολάρια το βαρέλι έχοντας μειωθεί μόλις κατά 65 cents, σε σύγκριση με την προηγούμενη ημέρα (3/4) οπότε και είχε παρουσιάσει ρεκόρ έτους όταν εκτύπησε τα 69.80 δολάρια. Και στην Νέα Υόρκη, στο NYMEX, η τιμή του αργού υποχώρησε και εκεί κατά 50 cents με τιμή συμβολαίου στα 64.15 δολάρια το βαρέλι για παραδόσεις Μαΐου. Σε κάθε περίπτωση η μικρή σχετικά υποχώρηση στις τιμές των διαφόρων ποικιλιών αργού έδειξε ότι οι αγορές δεν έχουν πεισθεί ότι έχει εκλείψει ο κίνδυνος σύρραξης στα θερμά νερά του Περσικού Κόλπου. Σήμερα Μ. Τετάρτη, η τιμή του Brent ξεπέρασε τα 70 δολάρια το βαρέλι στο IPE του Λονδίνου. Η πιθανότητα για ένα τυχαίο επεισόδιο στον Περσικό Κόλπο μεταξύ των Ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων και της Αμερικανο-Βρετανικής αρμάδας που περιπολεί επισταμένα την περιοχή, εξακολουθεί να παραμένει ο μεγαλύτερος φόβος για τους δυτικούς αναλυτές οι οποίοι πιστεύουν ότι σήμερα, ο κίνδυνος μιας ανάφλεξης είναι μεγαλύτερος όσο ποτέ άλλοτε. Είναι επίκαιρο εξ’ άλλου το επεισόδιο κατά τη διάρκεια του Ιρανο- Ιρακινού πολέμου τον Ιούνιο του 1988, όταν ένα Αμερικανικό καταδρομικό που περιπολούσε στον Περσικό Κόλπο κατέρριψε κατά λάθος ένα επιβατηγό αεροσκάφος Airbus Α300 των Ιρανικών Αερογραμμών με 290 θύματα. Αυτό και άλλα μικρότερα επεισόδια στην περιοχή είναι αυτά που οδηγούν τους αναλυτές στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ή κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο για να φθάσει η κατάσταση στα άκρα και ν’ αρχίσουν μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις. Τόσο η κατάσταση στο Ιράν, το οποίο απτόητο συνεχίζει το πυρηνικό του πρόγραμμα προκαλώντας την μήνη της κυβέρνησης Μπους, όσο και η γενικότερη ανησυχία για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί με εξαιρετικά χαμηλή εφεδρική παραγωγική δυνατότητα (γύρω στο 3%), αυτό που λέμε spare capacity, αλλά και άλλοι συγκυριακοί παράγοντες όπως λ.χ. η απεργία στο Γαλλικό πετρελαϊκό σταθμό Φος- Λαβερά και η έκρυθμη κατάσταση στο Δέλτα του Νίγηρα, είναι οι λόγοι που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου οι οποίες για μία ακόμα φορά μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια ακολουθούν μία ραγδαία αυξητική πορεία (βλέπε διάγραμμα). Σε ότι αφορά το πρώτο τρίμηνο του έτους συντρέχουν και ορισμένοι άλλοι λόγοι γιατί οι τιμές ανέκαμψαν από το επίπεδο των 45-50 δολαρίων το βαρέλι, που είχαν φθάσει τον περασμένο Ιανουάριο, και κινούνται σήμερα στα επίπεδα των 65 δολαρίων και άνω. Οι λόγοι για την ανάκαμψη των τιμών μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: (α) Ο κρύος Φεβρουάριος στη Β. Αμερική και η επιπλέον ζήτηση πετρελαίου θέρμανσης. (β) Τα χαμηλά αμερικανικά αποθέματα (-5% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι). (γ) Μείωση παραγωγής χωρών OPEC, περί το 1,5 εκ. βαρέλια ανά ημέρα, βάσει των αποφάσεων που ελήφθησαν στις συνελεύσεις της Doha και της Abuja στο τέλος του 2006. (δ) Η συνεχιζόμενη αυξητική τάση της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης η οποία από τα 84.5 εκ. βαρέλια την ημέρα (μέσος όρος για το 2006) αναμένεται να διαμορφωθεί στα 85.5 εκ. βαρέλια μέσα στους ερχόμενους μήνες. Η ζήτηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας- Κίνας αλλά και στην απόφαση για αύξηση των στρατηγικών αποθεμάτων αργού από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η ενίσχυση των στρατηγικών αποθεμάτων απαιτεί και άλλα επιπλέον φορτία αργού, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Σύμφωνα με αναλυτές είναι πια πραγματική η προοπτική μέσα στις επόμενες εβδομάδες το αργό να ξεπεράσει το ψυχολογικό φράγμα των 80 δολαρίων το βαρέλι, δηλαδή να φθάσει στο ίδιο επίπεδο με αυτό του Αυγούστου του 2006. Όμως αυτή τη φορά ο γεωπολιτικός κίνδυνος φαίνεται ότι είναι αυτός που δημιουργεί την μεγαλύτερη ανησυχία με την κρίση στη Μέση Ανατολή, να έχει τρόπο τινά, αναβαθμιστεί αφού πέραν της κατάστασης πολιορκίας του Ιράκ έχουμε και τον παράγοντα Ιράν, το οποίο για τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ- Βρετανίας εξακολουθεί να αποτελεί μία «συνεχή απειλή» για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Αν και οι περισσότερες κυβερνήσεις χωρών- μελών του ΝΑΤΟ διαφωνούν ανοιχτά με την στάση του Αγγλο-Αμερικανικού άξονα έναντι της Τεχεράνης, η πραγματικότητα είναι πως ως η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στο Ιράκ έχουν άμεση εποπτεία του χώρου και άρα πλήρη ελευθερία κινήσεων. Όμως μία στρατιωτική επιχείρηση κατά του Ιράν αυτή τη δεδομένη στιγμή μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα φέρει αφού η Τεχεράνη ως γνωστό δεν προτίθεται να πέσει αμαχητί ούτε να παραδοθεί όπως η Βαγδάτη. Το Ιράν σήμερα διαθέτει αξιόλογη δύναμη πυρός, έναν ετοιμοπόλεμο στρατό και μία ηγεσία η οποία δεν φοβάται να εμπλακεί σε νέες πολεμικές περιπέτειες. Έτσι σε περίπτωση Αμερικανικής επίθεσης κατά πυρηνικών στόχων εντός του Ιράν (σχέδιο TIRRANT), στρατιωτικοί αναλυτές προβλέπουν ότι οι Φρουροί της Επανάστασης, οι οποίοι ελέγχουν πλήρως το πυραυλικό οπλοστάσιο της χώρας, θα μπορέσουν: (α) Εντός 24 ωρών να αποκλείσουν τα θαλάσσια στενά του Χορμούζ εμποδίζοντας ουσιαστικά τη διέλευση πετρελαιοφόρων πλοίων και LNG. (β) να πλήξουν Αμερικανικούς στόχους εντός του Περσικού Κόλπου αλλά και ευρύτερα. (γ) να εξαπολύσουν κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων σε Ευρώπη και Αμερική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ενεργειακών κύκλων σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο η τιμή του αργού θα εκτοξευθεί πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι σε διάστημα δύο-τριών ημερών, όπου τα 150 και 200 δολάρια το βαρέλι δεν θα αποτελούν πλέον προϊόν επιστημονικής φαντασίας. Το σενάριο αυτό το γνωρίζει καλά ο Λευκός Οίκος και έχει αναλυθεί επαρκώς από την CIA και το NSC και σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές της αγοράς πετρελαίου στο Λονδίνο, αυτό αποτελεί και τον βασικό αποτρεπτικό παράγοντα στην επιθυμία της Αμερικανικής κυβέρνησης να επιβληθεί στρατιωτικά επί του Ιράν. Ακόμα όμως και εάν δεν έχει τραγική κατάληξη η αντιπαράθεση μεταξύ των Ιρανικών και Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στον Κόλπο, η παρουσία και μόνο μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης κρούσης στην περιοχή προκαλεί έντονες ανησυχίες με αποτέλεσμα οι διεθνείς τιμές να επιβαρύνονται σταθερά μ’ ένα «καπέλο» του ύψους των 10-20 δολαρίων ανά βαρέλι. «Με τις τιμές στα 60-65 δολάρια το βαρέλι οι διεθνείς τιμές του αργού ανταποκρίνονται λίγο ή πολύ στους υποκείμενους παράγοντες της αγοράς, τα γνωστά fundamentals. Άρα οποιαδήποτε επιπλέον αύξηση οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην προεξόφληση γεωπολιτικών κινδύνων», παρατηρεί υψηλόβαθμο στέλεχος διεθνούς εταιρίας πετρελαίων στο Λονδίνο. Παράλληλα με τον γεωπολιτικό παράγοντα, οι διεθνείς εταιρίες πετρελαίου που δουλεύουν στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων, το γνωστό upstream, αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερα εμπόδια και περιορισμούς στην πρόσβασή τους σε ασφαλείς και φιλόξενες περιοχές του πλανήτη όπου μπορούν να ανακαλύψουν νέα κοιτάσματα και να τα εκμεταλλευτούν. Και αυτό γιατί χώρες του OPEC που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα όπως η Σ. Αραβία, το Κουβέιτ και τα Εμιράτα δεν δέχονται ξένες επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα ενώ άλλες μέχρι πρότινος φιλελεύθερες στην συνεργασία τους με διεθνείς εταιρίες, σταδιακά κλείνουν τις πόρτες σε ξένες επενδύσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Βενεζουέλα του Τσάβες, η οποία προχώρησε πρόσφατα σε ευρείας κλίμακας εθνικοποιήσεις και η Ρωσία η οποία με διάφορα τεχνάσματα οδηγεί τις ξένες εταιρίες σε παραίτηση από τα ερευνητικά τους δικαιώματα (τα οποία και είχαν παραχωρηθεί επί εποχής Γέλτσιν). Το αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ότι οι διεθνείς εταιρίες έχουν πλέον ελπίδες για ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων σε δευτερεύουσες (από πλευράς μεγέθους κοιτασμάτων) μόνο περιοχές όπως λ.χ. η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Σουδάν, η Ινδία όπου και εδώ όμως παρατηρούμε μία σκλήρυνση της στάσης των αντίστοιχων κυβερνήσεων η οποία μέχρι στιγμής εκφράζεται σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών και των εσόδων της χώρας από τις παραχωρήσεις σε ξένες εταιρίες. «Η κατάσταση στον τομέα του upstream διεθνώς δεν εμπνέει αισιοδοξία. Αντίθετα εδώ και δύο χρόνια παρατηρούμε έναν άνευ προηγουμένου ανταγωνισμό, ιδιαίτερα από κινέζικες εταιρίες οι οποίες με κάθε μέσο προσπαθούν να εξασφαλίσουν κοιτάσματα σε Ασία, Αφρική και όπου αλλού βρουν. Εάν στα ανωτέρω προσθέσουμε και την στενότητα που υπάρχει στην εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού, γεωτρύπανων και άλλου συναφούς εξοπλισμού, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση η οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει σημεία βελτίωσης», παρατηρεί τραπεζικό στέλεχος με έδρα το Χιούστον των ΗΠΑ που ασχολείται με την χρηματοδότηση του πετρελαϊκού τομέα. Από την μία πλευρά οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι λόγω Ιράν και από την άλλη τα εγγενή προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρίες πετρελαίου συνθέτουν ένα μάλλον απαισιόδοξο σκηνικό που μόνο υψηλές τιμές υπόσχεται για το εγγύς και απώτερο μέλλον. Αδυναμία της Ελλάδας να εκμεταλλευτεί τον πετρελαϊκό της πλούτο Η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι διαθέτει βεβαιωμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου (π.χ. Πρίνος, Παξοί, Κατάκολο, Επανωμή κτλ) και αρκετές πετρελαιοπιθανές περιοχές ( π.χ. στη Δυτική Ελλάδα, νότια της Κρήτης, Δωδεκάνησα, Θρακικό Πέλαγος, Θερμαϊκός Κόλπος), αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία των υψηλών τιμών πετρελαίου. Πράγματι, όταν οι τιμές εκυμαίνοντο κάτω των 20 και 15 δολαρίων το βαρέλι, η εκμετάλλευση κοιτασμάτων όπως το Κατάκολο και η Επανωμή ή σε δευτερεύουσες περιοχές της παραχώρησης του Πρίνου, ήταν οικονομικά ασύμφορες. Όμως τώρα που οι τιμές έχουν εκτοξευθεί στα ύψη δεν υπάρχει ουδεμία δικαιολογία. Γιατί όμως η κυβέρνηση δεν προχωρά στην αξιοποίηση των πετρελαϊκών πηγών της χώρας; Το γνωστό επιχείρημα ότι απαιτούνται υψηλά κρατικά κονδύλια για τις έρευνες δεν ευσταθεί, αφού βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας (Ν2289/95) το κόστος της έρευνας αναλαμβάνεται εξ’ ολοκλήρου από τις συμμετέχουσες στους διαγωνισμούς (international rounds) εταιρίες, οι οποίες υπογράφουν συμβάσεις με το Ελληνικό Δημόσιο, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις για ερευνητικές εργασίες και συμμετοχή του κράτους στα κέρδη σε περίπτωση εντοπισμού εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων. Σύμφωνα με παράγοντες του πετρελαϊκού χώρου, το σημαντικότερο εμπόδιο αυτή τη στιγμή είναι η ίδια η στάση της κυβέρνησης, η οποία αρνείται πεισματικά ν’ ανοίξει το θέμα των ερευνών για αδιευκρίνιστους λόγους. Και αυτό παρά τις επανειλημμένες προτάσεις από μεγάλες διεθνείς εταιρίες. Όμως, και να επιθυμούσε η κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα στην προκήρυξη ενός νέου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων, δεν μπορεί να το πράξει, αφού δεν υπάρχει κατάλληλα ενημερωμένος και στελεχωμένος φορέας για να το οργανώσει. Η δε ΔΕΠ-ΕΚΥ σκανδαλωδώς έκλεισε μετά τη συγχώνευσή της με τα ΕΛΠΕ το 1998. Βέβαια, εάν λειτουργούσε το κράτος σωστά την διάρκεια των διεθνών γύρων θα έπρεπε να την αναλάβει το Υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο όμως θα έπρεπε να προσλάβει κατάλληλο προσωπικό, πράγμα αδύνατο στον ανασυσταθέντα κρατικό μηχανισμό της νέας διακυβέρνησης. Πέρα των ανωτέρω γραφειοκρατικών δυσκολιών η παρούσα κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, το τελευταίο πράγμα που θέλει ν’ ακούσει είναι για έρευνες πετρελαίου. Διακατεχόμενη από ένα φοβικό σύνδρομο, τρέμει για τις αντιδράσεις της Τουρκίας και της Αμερικής, ιδίως όταν οι έρευνες διενεργηθούν σε θαλάσσιο χώρο οπότε αυτομάτως τίθεται και το θέμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Εάν όμως λάβουμε υπ’ όψη ότι η σημερινή κατανάλωση της χώρας αγγίζει τα 400.000 βαρέλια ημερησίως, όλα εισαγόμενα, με εξαίρεση τα 2.000 βαρέλια που παράγει ο Πρίνος (την δεκαετία του 1980 είχε φθάσει να παράγει τα 30.000 βαρέλια), η εγχώρια παραγωγή έστω και ενός μέρους της ανωτέρω ποσότητας θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (η Ελλάδα το 2006 πλήρωσε περίπου 10 δις ευρώ για εισαγωγές αργού). Όσοι δε υποστηρίζουν ότι η παραγωγή πετρελαίου δεν συμφέρει οικονομικά και άρα είναι προτιμότερο να εισάγουμε θα πρέπει να ξαναμελετήσουν τα βασικά εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και διεθνών οικονομικών σχέσεων για να καταλάβουν ότι η παραγωγή μιας πρώτης ύλης με συνεχή και αυξανόμενη ζήτηση, όπως το πετρέλαιο, ενισχύει όχι μόνο την εθνική οικονομία αλλά προσφέρει κύρος και σοβαρά στρατηγικά πλεονεκτήματα στο κράτος που διαθέτει κοιτάσματα και αναπτύσσει παραγωγή.

Διαβάστε ακόμα