Του Γιώργου Καπόπουλου
O υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέιτς δεν μάσησε τα λόγια του την Τρίτη 27 Μαρτίου μιλώντας σε εκδήλωση του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου στην Ουάσιγκτον. Ζήτησε, χωρίς περιστροφές, από την ηγεσία και την ελίτ της Τουρκίας να δραστηριοποιηθούν για να θέσουν υπό έλεγχο τον αντιαμερικανισμό που έχει πάρει πλέον φρενήρεις διαστάσεις. «Όλες οι σχέσεις χρειάζονται δουλειά για να παραμείνουν ισχυρές», είπε χαρακτηριστικά. Σε μια εποχή όξυνσης του αντιαμερικανισμού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, ο ανατολικός μας γείτονας κατέχει, δίχως υπερβολή, την πρώτη θέση: Σε καμιά άλλη χώρα δεν παρουσιάζεται το πολιτικό φαινόμενο, ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά να αντιτίθενται στις ΗΠΑ για τις σημερινές στρατηγικές τους επιλογές, με κοινό μάλιστα παρονομαστή ότι τις καταγράφουν ως κίνδυνο για την εθνική ακεραιότητα, ενότητα και σταθερότητα. Η άκρα Αριστερά και η παραδοσιακή Αριστερά της Τουρκίας υπήρξαν σταθερές στον αντιαμερικανισμό τους. Η στάση τους ξεπερνούσε την εμβέλεια του πολιτικού τους χώρου, καθώς πατούσε στο ένδοξο αντιιμπεριαλιστικό παρελθόν του Κεμαλισμού, που κρατήθηκε ως επίσημη ιδεολογία και ρητορεία μέχρι και το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ποιος άλλωστε γνωρίζει ότι υπάρχουν οργανώσεις της τουρκικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που αξιολόγησαν την απόφαση του Ετζεβίτ να εισβάλει στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, ως χαστούκι στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό; Ο ευρύτερος Κεμαλικός Χώρος, έτσι όπως εκφράζεται από την Στρατιωτική Ηγεσία, το Βαθύ Κράτος, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Μπαϊκάλ, αλλά και σημαντικό τμήμα της πνευματικής ελίτ κυριαρχείται -από την επαύριον της Καταιγίδας της Ερήμου την άνοιξη του 1991- από την ψύχωση ότι η χειραφέτηση των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ προαναγγέλλει μια Νέα Τάξη που παραπέμπει στη Συνθήκη των Σεβρών, στην κατάτμηση της Τουρκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κεμαλιστές παρά την αντίθετη επίσημη ρητορική, είδαν την επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γιουγκοσλαβία και την υφαρπαγή του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως κακό προηγούμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο σοβαρό ρήγμα στην φιλοαμερικανική μεταπολεμική ομοφωνία των Κεμαλιστών καταγράφηκε το καλοκαίρι του 1964, με την επιστολή - τελεσίγραφο του προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού, που ματαίωσε την τελευταία στιγμή στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Το Πολιτικό Ισλάμ σε όλες του τις εκφάνσεις. Μια πλειοψηφική μερίδα της λαϊκής βάσης του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ πιστεύει ότι οι ΗΠΑ διεξάγουν μια χριστιανική Αντιισλαμική Σταυροφορία στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η τάση αυτή χαρακτηρίζεται τα τελευταία χρόνια από έντονη εχθρότητα προς το Ισραήλ, προνομιακό σύμμαχο των ΗΠΑ, εχθρότητα που ολοένα και πιο συχνά παίρνει τη μορφή απροσχημάτιστου αντισημιτισμού. Τα όσα συμβαίνουν στο Βόρειο Ιράκ με επίκεντρο την παροχή οπλισμού και εκπαίδευσης προς τις δυνάμεις της Αυτόνομης Κουρδικής Οντότητας από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ έχουν οδηγήσει στη συγχώνευση των παραπάνω ρευμάτων: Οι Κεμαλικοί, πάλαι ποτέ θιασώτες της στενής συνεργασίας με το Ισραήλ, συναγωνίζονται πλέον την Αριστερά και τους Ισλαμιστές, σε μια κοινή εχθρότητα απέναντι στον Άξονα Ουάσιγκτον - Τελ-Αβίβ. Όταν το 1996-7 ο Ερμπακάν είχε επιχειρήσει ανοίγματα στον Αραβομουσουλμανικό Κόσμο ( Ιράν και Λιβύη) είχε επισύρει την οργή των Κεμαλιστών. Σήμερα οι καλές σχέσεις που έστησε ο Ερντογάν με τη Συρία και το Ιράν στηρίζονται από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, ενώ οι καλές σχέσεις με τη Μόσχα νομιμοποιούνται από την Ιστορία, πρόσφατη και παλαιά: Τη συνεργασία Λένιν-Κεμάλ κατά της Βρετανίας μετά το 1918, αλλά και το μεγάλο άνοιγμα προς τη Μόσχα που πραγματοποίησαν οι Ινονού-Ντεμιρέλ στη δεκαετία του 60 ως απάντηση στο τελεσίγραφο Τζόνσον. Αθροιστικά τα παραπάνω έχουν βαρύνουσα σημασία: Η όποια Ρεαλπολιτίκ απέναντι στις ΗΠΑ από τον Ερντογάν ή οποιοδήποτε άλλο ηγέτη, θα πρέπει να συνυπολογίζει πλέον το κόστος ενός πλειοψηφικού πανεθνικού αντιαμερικανισμού. (Ημερησία, 30/3/07)

Διαβάστε ακόμα