Του Γιώργου Καπόπουλου
Την άνοιξη του 2003 η στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας δεν επιθυμούσε ούτε τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφος της χώρας με προορισμό το Ιράκ, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος μιας μετωπικής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ που ασκούσαν ασφυκτικές πιέσεις. Έτσι παρέπεμψε το θέμα στον Ερντογάν και την κυβέρνησή του με τη γνωστή σε συνέχεια απορριπτική απόφαση της Βουλής που τραυμάτισε σοβαρά τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Τηρουμένων των αναλογιών, ένα παρόμοιο παιχνίδι παίζεται σήμερα: Στη συνέντευξή του ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, στρατηγός Μπουγιουκανίτ, έδωσε τον τόνο μιας αποφασισμένης και έτοιμης εισβολής στο Βόρειο Ιράκ, με στόχο τις δυνάμεις του ΡΚΚ, με μόνο πλέον ζητούμενο την πολιτική βούληση και σχετική απόφαση της κυβέρνησης. Η στρατιωτική ηγεσία γνωρίζει πολύ καλά ότι η εισβολή στο Βόρειο Ιράκ αποτελεί με τα σημερινά δεδομένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας: Θα έφερνε σε μετωπική αντιπαράθεση την Άγκυρα με την Ουάσιγκτον σε μια λεπτή στιγμή, όπου ο Λευκός Οίκος αναζητεί αγωνιωδώς σταθεροποίηση του Ιράκ, για να μπορέσει στη συνέχεια να δώσει, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, την αίσθηση ότι άρχισε η απεμπλοκή. Παρά τη δυσαρέσκεια, την αμοιβαία καχυποψία και τελευταία την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα που επικρατεί στις σχέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, ο συμβιβασμός με τις αμερικανικές επιλογές στην ευρύτερη περιοχή είναι μονόδρομος. Σε αντίθετη περίπτωση, το Κεμαλικό κατεστημένο κινδυνεύει να χρεωθεί τη διεθνή απομόνωση της χώρας, αλλά και να πριμοδοτήσει τον Ερντογάν ως πιο αξιόπιστο διαχειριστή κρισίμων εθνικών θεμάτων. Έτσι ο στρατηγός διαπιστώνει τεχνικά την αναγκαιότητα της διεξαγωγής επιχειρήσεων στο Βόρειο Ιράκ και μεταθέτει στον Ερντογάν την είσπραξη του κόστους της υποχρεωτικής επιχειρησιακής εκτός συνόρων αδράνειας των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι σχέσεις της Άγκυρας με την Αυτόνομη Κουρδική Οντότητα στο Βόρειο Ιράκ είναι συνάρτηση πολλών πτυχών: Της παρουσίας των δυνάμεων του ΡΚΚ στην περιοχή Καντίλ, της υπαγωγής μέσα στους επόμενους μήνες της περιοχής του Κιρκούκ -με τα άφθονα και υψηλής ποιότητας πετρελαϊκά αποθέματα- υπό κουρδικό έλεγχο και τέλος της δυναμικής -μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης- μετάλλαξης της αυτόνομης οντότητας από ντε φάκτο σε ντε γιούρε ανεξάρτητο κράτος. Είναι σαφές ότι ένα σκληρό παζάρι διεξάγεται ανάμεσα στις δύο πλευρές: Οι Ταλαμπανί - Μπαρζανί συντηρούν και ενισχύουν τις δυνάμεις του ΡΚΚ ως μοχλό πίεσης για να υποχωρήσει η Άγκυρα στο θέμα του Κιρκούκ, αλλά και να αποδεχθεί το ενδεχόμενο πλήρους ανεξαρτησίας της περιοχής. Από την μεριά της, η Άγκυρα προσπαθεί κατά προτεραιότητα να εξασφαλίσει τη συνεργασία του διεθνούς παράγοντα -ΗΠΑ και οι όμορες χώρες Συρία και Ιράν- να διατηρηθεί η ενότητα του Ιράκ, έστω και ως προσχηματική και χαλαρή συνομοσπονδία. Την ίδια στιγμή με μια μαξιμαλιστική σκληρή ρητορική διαμηνύει στο Αρμπιλ -η πρωτεύουσα της κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ- ότι στην προοπτική της απεμπλοκής των ΗΠΑ δεν μένει άλλη επιλογή παρά η δορυφοροποίηση της σημερινής οντότητας και του αυριανού κράτους, ώστε στην πράξη όχι μόνον να μην απειλεί τη σταθερότητα της Ν.Α. περιοχής της χώρας, αλλά να λειτουργεί στους περιφερειακούς συσχετισμούς ως άτυπο προτεκτοράτο. Τούτων λεχθέντων, είναι σαφές ότι οι σχέσεις Άγκυρας-Αρμπιλ βρίσκονται σε ευθεία συνάρτηση με την εξέλιξη της αμερικανικής παρουσίας στο Ιράκ: Αν υπάρξει συντεταγμένη απεμπλοκή, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν εγγυήσεις ασφαλείας τόσο προς την κουρδική οντότητα όσο και προς την Άγκυρα. Αν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση και άτακτη υποχώρηση -όπως στο Λίβανο το 1984- τότε οι απειλές του στρατηγού Μπουγιουκανίτ θα αποκτήσουν πραγματικό αντίκρισμα. Με τα σημερινά δεδομένα, μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα συνεχισθεί η σκληρή διαπραγμάτευση Άγκυρας - Αρμπιλ με εκατέρωθεν απειλές για χρήση βίας. (Ημερησία, 16/4/07)

Διαβάστε ακόμα