Ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) έκανε την κίνησή του. Η αύξηση των ποσοστώσεων παραγωγής, που συμφωνήθηκε την Κυριακή, λογικά καλύπτει το κενό από τη διακοπή εξαγωγών ενός από τα μέλη του: της Βενεζουέλας. Δεν αντιμετωπίζει, ωστόσο, την ενδεχόμενη διακοπή εξαγωγών από το Ιράκ, αν εν τέλει πραγματοποιηθεί αμερικανική επίθεση στη χώρα αυτή. Οι χώρες που εισάγουν πετρέλαιο θα στρέψουν και τότε το βλέμμα στον ΟΠΕΚ για βοήθεια, αναδεικνύοντας έτσι ξανά την εξάρτηση της Δύσης από το καρτέλ των παραγωγών και την αποτυχία των ΗΠΑ, ιδιαίτερα, αν περιορίσουν τις ανάγκες τους από ξένο πετρέλαιο. Βάσει εκτιμήσεων της ίδιας της κυβέρνησης Μπους, σε 25 χρόνια οι εισαγωγές θα αυξηθούν από το σημερινό 55% στο 65-70% της αμερικανικής κατανάλωσης «μαύρου χρυσού». Είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες εισαγωγοί χώρες της Δύσης διαθέτουν και δεύτερη γραμμή άμυνας, τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), στην οποία ανήκουν όλες. Από κοινού, κατέχουν αποθέματα εκτάκτου ανάγκης που ανέρχονται σχεδόν στα 4 δισ. βαρέλια, μέρος των οποίων μπορεί να διοχετευθεί στην αγορά σε περίπτωση κρίσης, και μάλιστα με πιο ταχύρρυθμες διαδικασίες απ’ ότι κατά τον Πόλεμο του Κόλπου. Πρόκειται, όμως, για ημίμετρο, που δεν υποκαθιστά τις σταθερές μακροπρόθεσμες ενεργειακές πολιτικές απεξάρτησης από τα πετρέλαια του ΟΠΕΚ. Το καρτέλ επιτυγχάνει συνήθως να εξισορροπήσει την προσφορά με τη ζήτηση. Αυτό, όμως, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη Σαουδική Αραβία, που παίζει τον ρόλο του κεντρικού τραπεζίτη και διοχετεύει πετρελαϊκή ρευστότητα στην αγορά –η πολιτική των ΗΠΑ δεν παίζει κανένα ρόλο. Μάλιστα, η κρίση στη Βενεζουέλα ίσως εν μέρει να οφείλεται στη στάση της κυβέρνησης Μπους. Η οποία, παρότι δεν ενθαρρύνει τους αντιπάλους τους προέδρου Ούγκο Τσάβες –παρά μόνο στο αποτυχημένο πραξικόπημα του περυσινού Απριλίου- δεν τους αποθαρρύνει κιόλας. Οι απρόβλεπτες συνέπειες των εκκλήσεων για αλλαγή καθεστώτος γίνονται αισθητές στην πετρελαϊκή αγορά. Εκτός ΟΠΕΚ, η Ουάσιγκτον υποστήριξε με άφθονη ρητορική –αν και όχι με κεφάλαια- τη στροφή σε πετρέλαιο από άλλες πηγές, ιδιαίτερα της Ρωσίας και της δυτικής Αφρικής. Ωστόσο, η ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσε να κερδίσει πολύ στην ίδια τη χώρα. Η κυβέρνηση Μπους ανέλαβε καθήκοντα υπεραμυνόμενη της ανάγκης μιας νέας ενεργειακής πολιτικής. Ωστόσο, η δική της πρόταση ήταν τόσο προσανατολισμένη στο άνοιγμα ομοσπονδιακών γαιών σε νέες αντλήσεις, ιδιαίτερα στην Αλάσκα, ώστε καταψηφίστηκε αμέσως από τους Δημοκρατικούς οικολόγους της Γερουσίας. Το νομοσχέδιο θα μπορούσε να λάβει το «πράσινο φως» αν την πλειοψηφία Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων είχαν οι Ρεπουμπλικανοί. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει σήμερα άλλα πράγματα στο μυαλό της. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν είχε χρόνο για μέτρα συντήρησης, όπως η αύξηση των φόρων στη βενζίνη, τα οποία θα μπορούσαν πράγματα να περιορίσουν τις ανάγκες των ΗΠΑ για πετρέλαιο. Ισως μια πετρελαϊκή κρίση και μια εκτόξευση των τιμών να ωθούσε την κυβέρνηση Μπους σε ριζική αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής της. Απ’ ό,τι φαίνεται σήμερα, όμως, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αυξάνουν την εξάρτησή τους από το ξένο πετρέλαιο. (Σχόλιο Financial Times όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή 14/01/03)

Διαβάστε ακόμα