Του Θεμιστοκλή Σοφούλη, πρώην βουλευτού
Η Νέα Δημοκρατία αυτοχαρακτηρίζεται ως κόμμα του μεσαίου χώρου που υλοποιεί το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα με συναίνεση και σε συνθήκες ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Εάν εννοεί μεταρρύθμιση και όχι διορθωτικές κινήσεις, θα πρέπει σύντομα να αντιληφθεί ότι υπάρχουν στην στρατηγική της αντινομίες που την κάνουν προβληματική. Ήδη τα μεγάλα ζητήματα που ετέθησαν άρχισαν να αναβάλλονται ή να υλοποιούνται μεταμορφωμένα από «όρος εις μυν». Δίνεται η εντύπωση ότι η επανίδρυση του κράτους, ο περιορισμός του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το ασφαλιστικό, η φορολογική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η εξυγίανση της αγοράς εργασίας, παραμένουν στην κυβερνητική ατζέντα ως προβλήματα πολιτικού κόστους μάλλον, παρά ως προωθούμενες μεταρρυθμίσεις. -Πρώτη αντινομία: Έχει αναχθεί περίπου σε δόγμα ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, η συναίνεση είναι προϋπόθεση της μεταρρύθμισης, ότι μεταρρύθμιση χωρίς συναίνεση ούτε μπορεί ούτε πρέπει να επιχειρείται. Δεν μπορεί, γιατί προσκρούει σε συμφέροντα. Και δεν πρέπει, γιατί προκαλεί ρήγματα στην κοινωνική συνοχή. Ποια όμως συναίνεση; Η συναίνεση των κομμάτων εξουσίας, του ευρύτερου πολιτικού κόσμου, του συνδικαλισμού, των τηλεοπτικών παραθύρων, των κοινωνικών φορέων, της κοινής γνώμης όπως αποτυπώνεται κάθε φορά στις δημοσκοπήσεις ή όλων αυτών μαζί αφού αλληλοεπηρεάζονται δίκην «συγκοινωνούντων δοχείων»; Το δόγμα δεν προσδιορίζεται, δεν εξειδικεύεται, δεν αναλύεται. Εκτοξεύεται ως θέσφατο για να καταντήσει πρόφαση. Το ίδιο ισχύει και με την καινοφανή θεωρία της λεγόμενης «κοινωνικής ωρίμανσης» που θυμίζει το μεταξύ αστείου και σοβαρού λεχθέν από τον αείμνηστο Π.Τσαλδάρη ότι στην Ελλάδα τα προβλήματα λύνονται δια της σήψεώς των. Τέτοια συναίνεση όμως είναι πολιτική χίμαιρα. Καμία σοβαρή αντιμετώπιση δεν έγινε από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι σήμερα χωρίς κάποιας μορφής ανατροπή ή στήριξη από ισχυρά πλειοψηφικά ρεύματα. Ούτε θα γίνει όσο ο πολιτικός μας πολιτισμός ταυτίζεται με την κομματοκρατία και η κοινωνία εξακολουθεί να είναι κατακερματισμένη σε αναρίθμητα μικροσυμφέροντα. Εξ’ ίσου χιμαιρική όμως είναι σήμερα η μεταρρύθμιση εκ των άνω, με σιδερένια γροθιά, με συγκρουσιακή λογική, για να επιβληθεί το ακατόρθωτο, δηλαδή μια μεταρρύθμιση πάνω στα ερείπια της κοινωνικής συνοχής. Η αντινομία αίρεται μόνον αν η μεταρρύθμιση στηρίζεται σ’ ένα ρωμαλέο πλειοψηφικό ρεύμα που διαμορφώνεται δημοκρατικά, με σκληρούς ιδεολογικούς αγώνες, όσο ακόμη το κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση και διεκδικεί την εξουσία στη βάση ακριβώς αυτού του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Ένα τέτοιο ρεύμα προϋποθέτει ιδεολογική κυριαρχία. Η Ν.Δ κατέκτησε την εξουσία συγκυριακά, χωρίς να αμφισβητεί την ιδεολογική κυριαρχία της λαϊκιστικής αριστεράς, επειδή μια κουρασμένη από το ΠΑΣΟΚ πλειοψηφία την επέλεξε ως εντιμότερη εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της παρακμής. Τέτοια πλειοψηφία δίνει πολλές φορές νίκη, σπάνια κυριαρχία, ποτέ όμως μεταρρύθμιση. -Δεύτερη αντινομία: Η Ν.Δ φιλοδοξεί να κερδίσει την πολιτική κυριαρχία με τον έλεγχο του μεσαίου χώρου. Πως όμως τον κατανοεί; Του προσδίδει πολιτικά χαρακτηριστικά, κοινωνικό περιεχόμενο, ιδεολογική διάσταση ή τον ταυτίζει με τους ψηφοφόρους της τελευταίας στιγμής που ψηφίζουν για να καταψηφίσουν και περιφέρονται από κόμμα σε κόμμα ανάλογα με τις εντυπώσεις της επικαιρότητας, την πικρή γεύση της καθημερινότητας ή την γοητεία του star system. Πάντως δεν θεωρεί ότι συμπίπτει με το παλαιό κέντρο, ούτε με το φιλελεύθερο αντικομουνιστικό του μεταπολέμου, ούτε με το μεταγενέστερο του διμέτωπου και εν συνεχεία του ανένδοτου, ούτε με το σοσιαλδημοκρατικό της μεταπολίτευσης. Η Ν.Δ κατανοεί τον μεσαίο χώρο με όρους επικοινωνιακούς. Εντάσσει σ’ αυτόν όχι μόνο τους ψηφοφόρους της επικαιρότητας, της καθημερινότητας, και του life style αλλά και εκείνους που ψηφίζουν «μετριοπάθεια», «φρεσκάδα», «εικόνα», «εμφάνιση», «αναγνωρισιμότητα», «νεανικότητα», «προφίλ». Η ιδέα πως μπορεί να υπάρχουν πολίτες απελευθερωμένοι από την κομματοκρατία που αγαπούν την πατρίδα τους, αγωνιούν για τον τόπο, έχουν κοινωνικές ευαισθησίες, ιδεολογικοπολιτικές ανησυχίες, δεν περνά από το μυαλό τους. Τους διαφεύγει ότι υπάρχει και ένας πολιτικός μεσαίος χώρος υπεύθυνων πολιτών που με αδέσμευτη πολιτική κρίση παρακολουθούν ανήμποροι την πορεία της παρακμής. Ο μεσαίος αυτός χώρος θα ήταν αδύνατον να ενταχθεί σε ένα ρεύμα στήριξης της μεταρρύθμισης. Όχι όμως ο α- πολιτικός ασπόνδυλος, ευμετάβλητος, ρηχός, μεσαίος χώρος των επικοινωνιολόγων που πολλές φορές δίνει νίκη, σπάνια κυριαρχία, ποτέ όμως μεταρρύθμιση. -Τρίτη αντινομία: Είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στην έκταση και τον βαθμό που προβάλλονται ως αναγκαίες από την Κυβέρνηση ταυτόχρονα με την ήπια δημοσιονομική προσαρμογή; Η πρώτη είναι ανατροπή, θέλει ρίσκο, θέλει τόλμη, αποφασιστικότητα, χάρισμα, στήριξη πλειοψηφικού ρεύματος, η δεύτερη είναι συντήρηση, έχει σιγουριά, θέλει προσεκτικά βήματα, χειρισμό ισορροπιών, υπολογισμό πολιτικού κόστους, κοινωνική ανοχή. Η μεταρρύθμιση γίνεται με διαχείριση κρίσης. Η ήπια δημοσιονομική προσαρμογή σε σταθερό περιβάλλον. Πάντως δεν μπορούν να τρέξουν παράλληλα. Αλληλοακυρώνονται. Ποια επανίδρυση του κράτους, βαθειά τομή στην εκπαίδευση, γενναία φορολογική μεταρρύθμιση, σοβαρή παρέμβαση στο ασφαλιστικό, μπορεί να αποτολμηθεί όταν κάθε δημοσιονομική μεταβολή υπολογίζεται με το σταγονόμετρο κάθε δημοσιονομική παρέκκλιση αντιμετωπίζεται με δέος; Έχει βέβαια λογική βάση το επιχείρημα ότι η στρατηγική αναπτύσσεται με ορίζοντα οκταετίας. Την πρώτη τετραετία η δημοσιονομική εξυγίανση. Την δεύτερη η μεταρρύθμιση. Θα ήταν ευχής έργον να επαληθευθεί στην πράξη. Καμία όμως κυβέρνηση δεν έχει τέτοια εντολή και κανένα κόμμα δεν έχει εξασφαλισμένη την επανεκλογή του. (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 19/04/07)

Διαβάστε ακόμα