Του Κ.Ν. Σταμπολή
Το περασμένο Σάββατο (28/4) το Ινστιτούτο Ενέργειας Ν. Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ) οργάνωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο στην Αλεξανδρούπολη με θέμα «Ενέργεια και Ανάπτυξη στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη». Ο χώρος και ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε το εν λόγω συνέδριο δεν ήτο διόλου τυχαίος αφού οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από τον πολυθρήλητο πετρελαιαγωγό Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη αλλά και την επικείμενη διασύνδεση Ελλάδας- Τουρκίας με αγωγό φυσικού αερίου αναβαθμίζουν ουσιαστικά την περιοχή από ενεργειακής άποψης, και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη με επίκεντρο την αξιοποίηση εισαγόμενων αλλά και εγχώριων ενεργειακών πόρων. Το μεν πετρέλαιο, θα είναι κυρίως Ρωσικό, και θα μεταφέρεται μέσω του αγωγού από το Βουλγαρικό λιμένα του Μπουργκάς στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για εξαγωγές το δε φυσικό αέριο, θα μεταφέρεται από την Τουρκία και θα προέρχεται τόσο από δικά της όσο και από Ρωσικά και Ιρανικά αποθέματα και θα διοχετεύεται στην εγχώρια αγορά. Μελετάται δε η προοπτική προέκτασης του αγωγού αυτού προς δυσμάς ώστε αύριο, μέσω αυτού, να διοχετεύονται πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αερίου προς την αγορά της Ιταλίας. Η συγκέντρωση αίφνης και η διαμετακόμιση σοβαρών ποσοτήτων πετρελαίου και αερίου μέσα από τη Θράκη ενισχύουν την γεωπολιτική θέση της περιοχής και την καθιστούν αναπόφευκτα έναν περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Όμως η ευρύτερη περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης δεν έχει ενεργειακή σημασία λόγω του Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη και του Ελληνο- Τουρκικού αγωγού αερίου αλλά διότι από μόνη της διαθέτει σημαντικά εγχώρια ενεργειακά κοιτάσματα όπως λιγνίτες (περιοχή Δράμας), ουράνιο (κοίτασμα Παρανεστίου), υδρογονάνθρακες (κοίτασμα Πρίνου και Θρακικό Πέλαγος). Αλλά και αιολική και ηλιακή ενέργεια και γεωθερμία. Ήδη λειτουργούν αρκετά αιολικά πάρκα στην περιοχή του Κέχρου, πλησίον των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων, εγκατεστημένης ισχύος 150 MW με δυνατότητα άλλων 200 MW, ενώ υπάρχουν εκτενή ανεκμετάλλευτα γεωθερμικά πεδία κατάλληλα για γεωργικές εφαρμογές αλλά και παραγωγή ηλεκτρισμού. Η περιοχή προσφέρεται επίσης για την αξιοποίηση ηλιακής ενέργειας με την εγκατάσταση θερμικών ηλιακών αλλά και φωτοβολταϊκών μονάδων. Το υποθαλάσσιο κοίτασμα του Πρίνου ανοικτά της Θάσου το οποίο ανακαλύφθηκε την δεκαετία του 70 και ξεκίνησε την παραγωγή του από το 1981 έχει μέχρι στιγμής αποδώσει 110 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου ενώ από έρευνες που έχουν γίνει δυτικά της Θάσου μέσα στην περιοχή παραχώρησης της Kavalla Oil, της εταιρείας που εκμεταλλεύεται σήμερα τα πετρέλαια της περιοχής, προκύπτει ότι υπάρχουν βεβαιωμένα κοιτάσματα, τα οποία αν γίνουν οι κατάλληλες επενδύσεις μπορούν να προσφέρουν άλλα 110 εκατομμύρια βαρέλια ή και περισσότερα μέσα στα επόμενα χρόνια. Αξιόλογες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου υπάρχουν σε διάφορες τοποθεσίες στο Θρακικό πέλαγος, εντός και εκτός των χωρικών υδάτων, οι οποίες θα μένουν ανεκμετάλλευτες όσο δεν υπάρχει αρμόδιος κρατικός φορέας που θ’ αναλάβει την αδειοδότηση και συντονισμό των ερευνών. Και όσο ασφαλώς δεν υπάρχει ουδεμία πολιτική σε εθνικό επίπεδο για την αξιοποίηση του ανεξερεύνητου εν πολλοίς πετρελαϊκού δυναμικού της χώρας. Η περιοχή της Α. Μακεδονίας και Θράκης εκτός από τα σημαντικά και ποικίλα κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών παρουσιάζει ένα σημαντικό ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά τα κοιτάσματα των ορυκτών καυσίμων. Είναι γνωστό εδώ και χρόνια η ύπαρξη του σημαντικού κοιτάσματος λιγνίτη και τύρφης στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας. Ίσως είναι ολιγότερο γνωστό η ύπαρξη και κοιτασμάτων ουρανίου σε περιοχές της Α. Μακεδονίας με πιο γνωστό το κοίτασμα στην περιοχή του Παρανεστίου Δράμας. Το τεράστιο κοίτασμα λιγνίτη της Δράμας με απολήψιμο απόθεμα ύψους 1.000 εκατ. τόνων (γεωλογικό απόθεμα 1.500 εκατ. τόνοι) και καλές συνθήκες εκμεταλλευσιμότητας μπορεί να στηρίξει 3-4 μονάδες ηλεκτροπαραγωγής των 300 MW η κάθε μία. Εδώ ακόμη βρίσκεται το πολύ μεγάλο κοίτασμα τύρφης των Φίλιππων με απόθεμα 4.300 εκατομμύρια κυβ. μέτρων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για πολλές εξωηλεκτρικές εφαρμογές (ήδη γίνεται μικρής κλίμακας αξιοποίηση της τύρφης σε γεωργικά λιπάσματα). Η αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από πετρέλαιο και φυσικό αέριο κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη της αξιοποίησης των παραπάνω σημαντικών κοιτασμάτων λιγνίτη. Οι τεχνολογίες για τον περιορισμό στο ελάχιστο των εκπομπών αερίων κατά την καύση του λιγνίτη υπάρχουν. Απομένει στην Δ.Ε.Η. και άλλες εταιρείες ηλεκτρισμού να κάνουν τις αναγκαίες επενδύσεις ώστε και το κοίτασμα να αξιοποιηθεί σωστά και το περιβάλλον να υποστεί τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση. Το κοίτασμα είναι τόσο σημαντικό ώστε και εάν ακόμη προστεθούν οι επενδύσεις για την προστασία το περιβάλλοντος η επένδυση εξακολουθεί να είναι οικονομικά συμφέρουσα. Η συγκέντρωση στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης τόσο αξιόλογων και εκτενών ενεργειακών πηγών κάθε μορφής καθιστούν την περιοχή αυτή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όχι μόνο για το αναξιοποίητο ενεργειακό της δυναμικό αλλά και από γεωπολιτικής πλευράς λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Έτσι δεν θα ήτο υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η περιοχή έχει την δυνατότητα ν’ αναδειχθεί ως η νέα ενεργειακή πύλη της Ελλάδας, αφού μέσω αυτής σύντομα θα διέρχονται αξιόλογες ενεργειακές ροές. Όμως αυτό που εμφανώς απουσιάζει και θα σταθεί πραγματικό εμπόδιο για μια αποτελεσματική ενεργειακή ανάπτυξη της περιοχής είναι ένας ολοκληρωμένος ενεργειακός σχεδιασμός που θα επιτρέψει ένα σωστό γεωγραφικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό και μια ισόρροπη κατανομή και εκμετάλλευση του ενεργειακού δυναμικού σε βάθος χρόνου. Και αυτός ο ολοκληρωμένος ενεργειακός σχεδιασμός δυστυχώς απουσιάζει και από τις περισσότερες περιφέρειες της χώρας. Τόσο η έλλειψη ενός περιφερειακού ενεργειακού σχεδιασμού όσο και η απουσία μιας μακρόπνοης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής είναι παράγοντες υπεύθυνοι για το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σήμερα από τις πλέον εξαρτώμενες χώρες της Ε.Ε. σε εισαγωγές υδρογονανθράκων και από τις πλέον ρυπογόνες στην παραγωγή ενέργειας.

Διαβάστε ακόμα