Του Κ.Ν. Σταμπολή
Τα τελευταία πέντε χρόνια ο κλάδος των φωτοβολταϊκών γνωρίζει παγκοσμίως άνθηση με την αγορά ν’ αναπτύσσεται κατά 40% ετησίως, ρυθμός ο οποίος εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί έως το 2010. Από το 2011 έως το 2016 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να σταθεροποιηθεί γύρω στο 25%, ενώ την περίοδο 2016-2020 στο 20%. Το 2007 η διεθνής βιομηχανία φωτοβολταϊκών θα επενδύσει 2,6 δις ευρώ –ετήσια δαπάνη- σε νέες μονάδες παραγωγής ενώ θα απαιτηθούν επενδύσεις σε εφαρμογές ύψους 14 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2010, προκειμένου να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση. Τα νούμερα αυτά, προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Φωτοβολταϊκών Βιομηχανιών (EPIA), είναι πράγματι εντυπωσιακά και είναι ενδεικτικά του τεράστιου ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας. Ακόμη θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή βιομηχανία φ/β έχει πλέον μια αδιαμφισβήτητη πρωτοπορία σε παγκόσμια βάση αφού το 63% των συνδεδεμένων με τα ηλεκτρικά δίκτυα εγκαταστάσεων βρίσκονται επί Ευρωπαϊκού εδάφους (57% στη Γερμανία και το υπόλοιπο 6% σε άλλες χώρες) ενώ η παραγωγή των Ευρωπαϊκών φ/β βιομηχανιών μόνο για το 2006 έφθασε το ρεκόρ των 2.0 GW. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η συνολική παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς φ/β αγγίζει πλέον τα 7.0 GW και οι ενδείξεις είναι ότι αυτή η ισχύς θα διπλασιασθεί μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Στην Ελλάδα όπου η σημερινή κυβέρνηση ψήφισε πέρυσι το καλοκαίρι ένα νέο νόμο για τις ΑΠΕ (τον Ν3468/2006) και έχει προσφέρει σημαντικά κίνητρα και υψηλές τιμές αγοράς για το παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα από εγκαταστάσεις ΑΠΕ, ιδιαίτερα για τα φωτοβολταϊκά (0.40 ως 0.50 € ανά kwh), το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε μικρές και μεγάλες μονάδες φ/β αυξάνεται από ημέρα σε ημέρα. Το επενδυτικό ενδιαφέρον για φωτοβολταϊκά πάρκα είναι τόσο μαζικό, που κάποιοι λένε ότι θυμίζει μέρες του ΄99 στη Σοφοκλέους. Και αυτό γιατί δεν χρειάζονται και πολλά λεφτά για να επενδύσει κανείς στην παραγωγή ηλεκτρισμού από τον ήλιο. Με μερικά στρέμματα γης και με δυο-τρεις εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (όσα χρειάζονται για την αγορά ενός καλού διαμερίσματος) μπορεί να γίνει ένας μικρός παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας. Και μάλιστα μ’ ένα μέρος από αυτό το κεφάλαιο να επιστρέφεται μέσω των επιδοτήσεων του Αναπτυξιακού νόμου. Με αυτή τη λογική μπορεί κάποιος να επενδύσει σε μία μικρή η μεσαίου μεγέθους εγκατάσταση στα φωτοβολταϊκά χωρίς να πληρώσει ούτε ένα ευρώ απ’ την τσέπη του. Με δύο απανωτά συνέδρια για τα φωτοβολταϊκά να πραγματοποιούνται σε διάστημα τριών ημερών στην Αθήνα (του ΕBΕΑ στις 18/4 και αυτό της EPIA στις 19-20 Απριλίου) και με εκατοντάδες αιτήσεις για άδειες φ/β εγκαταστάσεων να έχουν κατακλύσει την ΡΑΕ (φημολογείται ότι υπερβαίνουν τα 550 MW συνολικά) και την πολιτική ηγεσία να κάνει κυριολεκτικά τούμπες δημοσίως για να δείξει ότι υποστηρίζει τις ΑΠΕ και ιδιαίτερα τα φωτοβολταϊκά, μπορούμε άνετα να υποστηρίξουμε ότι έφθασε επιτέλους η φωτοβολταϊκή άνοιξη στην Ελλάδα. Βέβαια η Ελλάδα είναι η χώρα της υπερβολής και αυτό που μέχρι πέρυσι τέτοιο καιρό έμοιαζε τελείως ανέφικτο αίφνης γίνεται δυνατό και μάλιστα τρέχουν οι πάντες για να εξασφαλίσουν κυριολεκτικά μία θέση κάτω από τον Ήλιο. Η αισιοδοξία του Υπουργείου Ανάπτυξης για την ανάπτυξη της αγοράς φωτοβολταϊκών στη χώρα μας δεν έχει όρια. Αφού σύμφωνα με τελευταία ανακοίνωση του ΥΠΑΝ που δημοσιοποίησε ο υπουργός κ. Δημήτρης Σιούφας, ανεβάζει την ισχύ των φωτοβολταϊκών που θα αδειοδοτηθούν και θα λειτουργήσουν μέχρι τα τέλη του 2007 στα 250 MW και στα 700 MW μέχρι το 2014. Δηλαδή από το σχεδόν τίποτα μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα θα αναδειχθεί σ’ ένα νέο φωτοβολταϊκό Ελντοράντο! Για λόγους σύγκρισης αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου για τις ΑΠΕ, το 2006 η Ελλάδα είχε εγκατεστημένα φωτοβολταϊκά συνολικής ισχύος μόλις 1,25 Μεγαβάτ. Αντίστοιχα η Γερμανία είχε 1.153 Μεγαβάτ, η Ισπανία 60 και η Ιταλία 11,6 Μεγαβάτ. Το υπερβολικά αισιόδοξο πρόγραμμα του ΥΠΑΝ στηρίζεται στην υψηλή τιμή κιλοβατώρας την οποία θα πληρώνει στους παραγωγούς ο ΔΕΣΜΗΕ, δηλαδή ο διαχειριστής του συστήματος ηλεκτρικού. Βεβαίως τα αναλογούντα ποσά τα εισπράττει από τους καταναλωτές μέσω του ειδικού τέλους για τις ανανεώσιμες πηγές στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, το οποίο είναι άγνωστο πόσο θα αυξηθεί, όταν αρχίσουν να πληρώνονται οι ακριβές κιλοβατώρες των φωτοβολταϊκών. Η σπουδή με την οποία κινείται το ΥΠΑΝ στα φωτοβολταϊκά μόνο ως κίνηση εντυπωσιασμού μπορεί να εκληφθεί με προεκλογική μάλιστα σκοπιμότητα, αφού είναι τοις πάσοι γνωστό ότι ούτε η ΡΑΕ, ούτε ο ΔΕΣΜΗΕ πολύ περισσότερο δε το ΥΠΕΧΩΔΕ μπορούν να επεξεργαστούν έναν τόσο τεράστιο όγκο προτάσεων που έχουν υποβληθεί και αδειών που θα πρέπει να εκδοθούν στο εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα που απαιτείται για να πραγματοποιηθούν τα οράματα της “νέας διακυβέρνησης”. “Δυστυχώς η κυβέρνηση καλλιεργεί προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα”, παρατηρεί γνωστός παράγοντας της αγοράς ΑΠΕ με πολλές δεκαετίες εμπειρίας στις μελέτες σε εγκαταστάσεις ΑΠΕ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές της παγκόσμιας αγοράς φωτοβολταϊκών η Ελλάδα θα πρέπει να είναι τυχερή εάν μέχρι τα τέλη του έτους εγκατασταθούν 3-5 MW νέας ισχύος και άλλα 5-10 MW εντός του 2008. Και αυτό για τρεις κυρίως λόγους: (α) Παρατηρείται διεθνής στενότητα στην εξεύρεση του πρωτογενούς υλικού, δηλαδή του επεξεργασμένου πυριτίου και άρα στην παραγωγή φωτοβολταϊκών κυψελών, και ως εκ τούτου το πλέον πιθανό είναι να μην υπάρξει αρκετή διαθέσιμη ποσότητα για εξαγωγές στην Ελλάδα. (β) Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν πριν τα τέλη του έτους καταβληθούν επιχορηγήσεις σε εταιρείες που έχουν υποβάλλει προτάσεις για φ/β εγκαταστάσεις στο πλαίσιο του Αναπτυξιακού νόμου αφού για δημοσιονομικούς λόγους δεν προβλέπονται σχετικές εκταμιεύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. (γ) Η έλλειψη εκτενών ηλεκτρικών δικτύων υποχρεώνει τους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν αυτοί την κατασκευή γραμμών και υποσταθμών προκειμένου να διασυνδεθεί η εγκατάστασή τους με το εθνικό δίκτυο. Αυτό δημιουργεί από μόνο του μία επιπλέον σοβαρή δαπάνη και είναι άγνωστο πόσοι επίδοξοι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να την αναλάβουν. Έτσι μόνο εταιρείες με εξασφαλισμένα επενδυτικά κεφάλαια και δική τους χρηματοδότηση θα μπορέσουν τελικά να προχωρήσουν στην εγκατάσταση και λειτουργία φ/β πάρκων, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των αδειών που έχουν ήδη εκδοθεί ή αναμένεται να χορηγηθούν τους αμέσως επόμενους μήνες θα αξιοποιηθούν τελικά.

Διαβάστε ακόμα