Του Γ. Αγγελή Συγκρατημένη αλλά έντονη ανησυχία επικρατεί στα επιτελεία της Ε.Ε. τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στη Φραγκφούρτη λόγω του «επικίνδυνου», όπως τον χαρακτηρίζουν, συνδυασμού της ραγδαίας ανατίμησης του ευρώ και του πετρελαίου με την αβεβαιότητα που διαχέει στις διεθνείς αγορές το ενδεχόμενο πολέμου στον Κόλπο. Η Κομισιόν, σε συνεργασία με την ελληνική προεδρία, επεξεργάζεται ήδη «σιωπηρά» πακέτο εκτάκτων παρεμβάσεων για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ισχυρών αρνητικών συνεπειών από έναν πόλεμο στο Ιράκ. Τόσο ο κ. Ντούιζενμπεργκ όσο και ο κ. Παπαδήμος, από την ΕΚΤ, έχουν υπογραμμίσει τις τελευταίες εβδομάδες την ανησυχία τους για τις συνέπειες του ενδεχόμενου πολέμου στην ευρωπαϊκή οικονομία, δίνοντας έτσι έμμεσα και μια εξήγηση για την άρνηση συμπαράταξης της πλειονότητας των χωρών της ευρωζώνης στο πλευρό των ΗΠΑ. Το μείγμα του ακριβού ευρώ (κινείται πλέον με τάση να ξεπεράσει το 1,06 δολ./ευρώ) με το διαρκώς ανατιμούμενο πετρέλαιο (φλερτάρει σταθερά με τιμές πάνω από τα 31,5 δολ./βαρέλι) έρχεται να επιδεινώσει την ήδη άσχημη κατάσταση της ευρωοικονομίας, η οποία και για το 2003 δεν θα ξεφύγει από τα όρια της ύφεσης ακόμα και αν δεν γίνει πόλεμος στον Κόλπο. Οι καθαρά εξαγωγικές οικονομίες της Ε.Ε και κυρίως η Γερμανία «υποφέρουν» πλέον από το ακριβό ευρώ, καθώς οι προβλέψεις κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων το 2002 έφθαναν μόνο μέχρι ισοτιμίες της τάξης του 0,96 – 0,97 δολ./ευρώ. Παρ' όλα αυτά, βέβαια, το ακριβό ευρώ ακυρώνει» μέρος της ανατίμησης του πετρελαίου. Μείωση επιτοκίων Πληροφορίες, πάντως, αναφέρουν ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη –βοηθούμενη και από την τάση πτώσης του πληθωρισμού- να προχωρήσει και σε νέα μείωση των επιτοκίων μέσα στην άνοιξη, αν οι επιπτώσεις του πολέμου οδηγήσουν σε επιδείνωση των προβλέψεων για ανάκαμψη στην Ε.Ε. Πέραν όμως του πετρελαίου, ο βασικός ιμάντας μεταφοράς των επιπτώσεων του πολέμου στην Ε.Ε., όπως εκτιμούν αναλυτές της ΕΚΤ, είναι οι χρηματιστηριακές αγορές οι οποίες καρκινοβατούν. Η κατάσταση αυτή θα συζητηθεί στις 20 και 21/1 στη συνάντηση του Ecofin και Eurogroup στις Βρυξέλλες και στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να επηρεάσει τις «συστάσεις» του Ecofin προς τη Γερμανία και τη Γαλλία, που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπέρβασης του ορίου 3% του ελλείμματος μαζί με την Πορτογαλία και την Ιταλία. Ο προεδρεύων του Ecofin Ν. Χριστοδουλάκης φαίνεται να υποστηρίζει, λόγω της συγκυρίας, μια περισσότερο χαλαρή δημοσιονομική τακτική, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσδοκίες ανάκαμψης, συμπαρατασόμενος με τη Γαλλία και την Ιταλία. Στη χώρα μας, η διαρκής ανατίμηση ευρώ και πετρελαίου και η αβεβαιότητα του πιθανού πολέμου έχουν προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στην ΤτΕ. Οπως υποστηρίζουν, το ευρώ και ο πόλεμος μπορεί να αποδειχθούν ένας «καταστροφικός» συνδυασμός τόσο για τον τουρισμό όσο και για τις εξαγωγές οι οποίες μέσα στο 2002 σημείωσαν σημαντική επιβράδυνση ακόμα και προς τις χώρες που παραδοσιακά διατηρούσαν μια καλή διείσδυση κυρίως λόγω των γεωργικών προϊόντων. Στον ιδιωτικό τομέα εκτιμήσεις τραπεζικών παραγόντων «βλέπουν» σοβαρά προβλήματα να αναδύονται στις αρχές του καλοκαιριού με κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων, πιθανές χρεοκοπίες και μείωση των θέσεων εργασίας, λόγω της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την κρίση στην αγορά. Από την πλευρά της κυβέρνησης, βέβαια, επιμένουν ότι ακόμα και σε μια παρατεταμένη κρίση –όχι όμως για περισσότερο από 4-5 μήνες- οι επιπτώσεις θα περιορισθούν σε μια απώλεια του προσδοκώμενου ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ από το 3,8% στο 3,0%-3,1%. (Από την εφημερίδα Ισοτιμία 19/01/03)

Διαβάστε ακόμα