Της Ζέζας Ζήκου
Εμείς... οι λίγοι –έστω– γνωρίζουμε ότι το ασταθές κερδοσκοπικό χρήμα, εγχώριο και διεθνές, μπορεί να αποβεί μοιραίο για την οικονομία της Τουρκίας. Η συμμαχία του Ερντογάν με το τουρκικό κεφάλαιο και την επιχειρηματική ηγεσία της χώρας που τον εναγκαλίστηκε, είναι ανίσχυρη για να αποτρέψει τους σοβαρούς κλυδωνισμούς καθώς οι τουρκικές αγορές είναι πλήρως (σχεδόν) εξαρτημένες από τη συμπεριφορά των ξένων επενδυτών. Την Τρίτη, που κορυφώθηκε η κρίση στην Τουρκία, το σχόλιο του Lex στους Financial Times ήταν αρκούντως δεικτικό. Απορώντας πώς οι ξένοι επενδυτές δεν ετράπησαν ακόμη σε φυγή, τους προειδοποιεί: «Είναι καιρός να ξυπνήσετε και να μυρίσετε τον καφέ...»!!! Αν και η οικονομία της Τουρκίας αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς και έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, οι υπάρχουσες πληγές θα αιμορραγήσουν στην περίπτωση που η πολιτική κρίση επιδεινωθεί, επισημαίνεται στο σχόλιο του Lex. Το εξωτερικό χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξάνεται ταχύτητα και το τεράστιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αναλογεί στο 8,5% του ΑΕΠ, χρηματοδοτείται από τις εισροές κεφαλαίων χαρτοφυλακίου του «καυτού χρήματος», που έχουν ανέλθει στα επίπεδα ρεκόρ των 75 δισ. δολαρίων. Η στήλη από μακρού έχει επισημάνει ότι η τουρκική οικονομία είναι ένας «σύγχρονος χάρτινος τίγρης». Οι ξένοι επενδυτές ελέγχουν περίπου το 70% του Χρηματιστηρίου της Kωνσταντινούπολης. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» για την οικονομία της Τουρκίας, που χρηματοδοτεί με αυτά το τεράστιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στο ανοιχτό ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τη χώρα εξαιτίας της εντεινόμενα επικίνδυνης πολιτικής κρίσης. Ό,τι και να συμβεί πολιτικά, οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες. Απλώς η απόφαση για πρόωρες εκλογές ανέκοψε πρόσκαιρα τις επιθετικές εντολές για πωλήσεις που δόθηκαν από επενδυτικές τράπεζες του Λονδίνου. Έτσι, η τουρκική λίρα κάλυψε τις διήμερες απώλειες του 4% και ο γενικός δείκτης των μετοχών του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης, που έχασε το 10% περίπου της αξίας του σε δύο μέρες, ανέκαμψε. Οι λονδρέζικες τράπεζες συνιστούν στους πελάτες τους να μειώσουν την «έκθεσή» τους σε μετοχές και ομόλογα της Τουρκίας. Πάντως, ό,τι και να συμβεί πολιτικά, οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες. Επικίνδυνες διαστάσεις ανοικτής σύγκρουσης προσλαμβάνει η υπόγεια, μέχρι πρότινος, αντιπαράθεση μεταξύ του κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος της Τουρκίας και του κοσμικού, στρατιωτικού – γραφειοκρατικού – διπλωματικού – κατεστημένου για αναδιανομή της εξουσίας. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς μόνο περί αυτού. Η σημερινή κρίση μεταξύ Κεμαλιστών που Ισλαμιστών που συνταράσσει την Τουρκία, αντανακλά έναν επικίνδυνο δομικό διχασμό της εξουσίας, επειδή πρόκειται πλέον για μετωπική σύγκρουση δύο ιδεολογικών κοσμοθεωριών. Όμως, στη σύγκρουση αυτή την απόλυτη υπεροχή την έχει η άρχουσα ελίτ, το λεγόμενο κεμαλικό βαθύ κράτος. Ο Ερντογάν, όντως, είναι ένας χαρισματικός και ευφυής πολιτικός, αλλά δεν παύει να είναι «όμηρος» του στρατιωτικού μετακεμαλικού κατεστημένου. Ο Ερντογάν επιδιώκει ελέγχοντας ταυτοχρόνως το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα και την κυβέρνηση, να μπορεί από πολύ πιο ενισχυμένες θέσεις να διαπραγματευθεί μια νέα, ευνοϊκή γι’ αυτόν και το κόμμα του, ισορροπία με τους στρατηγούς. Όμως, είναι εξαιρετικά αδύναμος ακόμη... Η πίστη στον κεμαλισμό αποτελεί συλλογική μυθολογία από όπου η Tουρκία εμπνέεται ακόμη. Mεγάλα τμήματα της τουρκικής άρχουσας ελίτ έχουν εθισθεί επί δεκαετίες να ασκούν την εξουσία από θέση ισχυρής ιδεολογικής και πολιτικής επιβολής. Αυτό το μόρφωμα είναι εξόχως εθνο–φονταμενταλιστικό. Σε χώρες με ισχυρές δομές εξουσίας, όπως η Tουρκία, οι ανώτατοι στρατιωτικοί και διπλωμάτες με πλήρη επίγνωση των εθνικών συμφερόντων που έχουν υποχρέωση να υπερασπισθούν, παρακολουθούν μεν τους ακκισμούς των διαφόρων πολιτικών, αλλά είναι αποφασισμένοι να αποτρέψουν οπωσδήποτε τις προσπάθειες ισχυροποίησης του Ερντογάν. Στην περίπτωση που το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών στις 22 Ιουλίου αναδείξει ισχυρότερους τους ισλαμιστές του Ερντογάν, τότε οι στρατηγοί δεν θα διστάσουν να οξύνουν την κρίση. H Tουρκία δεν είναι απλά ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των αναδυόμενων αγορών, είναι κάτι χειρότερο. H φούσκα–οικονομία αναπτύσσεται με εύρωστους ρυθμούς και η χώρα έχει «πουλήσει» ακριβά στους ξένους το δέλεαρ των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί οι Τούρκοι να διαμαρτύρονται πως η λίρα έχει γίνει πολύ ακριβή, όμως συνέρρεαν οι ξένες επενδύσεις στις εγχώριες αγορές. Αυτές οι επενδυτικές εισροές έδωσαν στη χώρα τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσει το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Όμως, μια απλή αναταραχή διεθνώς κλόνισε τις αγορές της πριν από έναν περίπου χρόνο. Η Τουρκία συνήλθε και διασώθηκε από μια βαθιά οικονομική κρίση, παρόμοια με αυτήν του 2001. Η κυρία αιτία τότε ήταν η επιδείνωση του τεράστιου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που πυροδότησε τη μαζική φυγή από τις τουρκικές αγορές των ξένων κεφαλαίων, που αναζητούσαν καταφύγιο σε ασφαλέστερες αγορές. Με συνέπεια η τουρκική λίρα να καταρρεύσει και ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου να χάσει, μεταξύ 9 Μαΐου και 26 Ιουνίου του 2006, το 43% της αξίας του. Η κεντρική τράπεζα της χώρας εξαναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια σημαντικά. Όμως, η μελλοντική κρίση θα είναι απείρως σοβαρότερη... ...καθώς αυξάνεται και η φτώχεια. Ο αριθμός των Τούρκων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ξεπερνά τα 20 εκατομμύρια - δηλαδή το 29% του πληθυσμού, περισσότεροι και από το 2001, όταν η χώρα έζησε τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της. H φτώχεια σε αυτή χώρα που φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το 37% των παιδιών όλης της χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (τα παιδιά αποτελούν το 28% του συνολικού πληθυσμού). Ο Ερντογάν βρίσκει έδαφος, αλλά δεν αρκεί... (Καθημερινή, 6/5/07)