Του Ευθ. Π. Πέτρου
Η μεταψυχροπολεμική εποχή και το διεθνές περιβάλλον το οποίο διαμορφώθηκε, δημιούργησαν κάποιες ψευδαισθήσεις μακαριότητος, όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη γεωπολιτική ανακατάταξη. Και παρά το γεγονός ότι η γεωγραφική μας θέσις δεν επιτρέπει να συμμεριζόμεθα το γενικό κλίμα χαλαρότητος, δεν είναι δυνατόν να μην επηρεαζόμεθα από αυτό. Από το σημείο αυτό όμως, μέχρι του να εθελοτυφλούμε ότι δήθεν τα προβλήματα ελύθησαν ως δια μαγείας, μέσω της Ευρώπης, η απόστασις είναι τεραστία. Είναι πολύ ωραίο όραμα, αυτό που προσφάτως διετύπωσε η υπουργός Εξωτερικών κ. Ντόρα Μπακογιάννη, ότι μετά λίγα χρόνια, στην ενιαία Ευρώπη οι πρεσβείες δεν θα έχουν λόγο υπάρξεως. Αλλά η επισήμανσις του υπουργού Αμύνης κ. Ε. Μεϊμαράκη ότι, όπως και να έχη το πράγμα, οι "ακόλουθοι Αμυνας" θα είναι απαραίτητο να υπάρχουν, δείχνει ότι ακόμη και στους κόλπους της ιδίας της Κυβερνήσεώς μας, τα πράγματα δεν είναι και πολύ ξεκαθαρισμένα. Όλοι θα θέλαμε μια ενιαία και ισχυρή Ευρώπη, ικανή να προσφέρη λύσεις στα όποια προβλήματα μπορεί να έχη το κάθε κράτος-μέλος της. Αλλά αν αυτό ήταν δύσκολο στην Ευρώπη των 15, μάλλον φαίνεται ακατόρθωτο στην Ευρώπη των 27. Και με την πάροδο του χρόνου τούτο γίνεται όλο και πιο έντονα αντιληπτό. Η παραδοχή όμως της πραγματικότητος διαταράσσει την μακαριότητα στην οποία πριν λίγα χρόνια ελπίσαμε… Ήδη το διεθνές περιβάλλον είναι πολύ ασταθές, με τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (που ίσως έπρεπε να λέγεται πόλεμος κατά του Ισλάμ) ξεχασμένον από τους περισσοτέρους, αλλά πάντα εξελισσόμενο. Παραλλήλως υποβόσκει ο ανταγωνισμός για τους ενεργειακούς πόρους, στον οποίο ως χώρα ελάβαμε θέση με τις συμφωνίες για τον αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρουπόλεως. Και τέλος η σύγκρουσις των ισλαμιστών με τους κεμαλιστές στην Τουρκία εσήμανε το τέλος των ψευδαισθήσεων για όσους καλοπροαιρέτους ή αφελείς επίστευαν ότι η Ευρώπη μπορούσε να δώση λύση στα ελληνο-τουρκικά. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι εξακολουθούν να ισχύουν όλα όσα έχουν διαχρονικώς αποδειχθή. Ότι δηλαδή η δια της διπλωματίας επίλυσις των διεθνών προβλημάτων προϋποθέτει την ύπαρξη στιβαρών ερεισμάτων επί των οποίων αυτή θα πρέπει να στηριχθή. Και αυτά είναι η ισχυρή οικονομία και η ισχυρή άμυνα. Δύο πυλώνες, οι οποίοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανταγωνιστικοί. Είναι θέμα πολιτικής και μακροπνόου σχεδιασμού η εξισορροπημένη ανάπτυξίς τους. Ήδη η επέκτασις των ελληνικών επιχειρήσεων προς τα Βαλκάνια έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για αύξηση της πολιτικής μας επιρροής. Που είναι θέμα των Αθηνών και όχι των Βρυξελλών. Όσο για την αμυντική θωράκιση, στο νέο περιβάλλον, δεν αρκεί να είμαστε σε θέση να προστατεύσουμε τα σύνορά μας. Πρέπει να μπορούμε να μετέχουμε σε ανά τον κόσμο ειρηνευτικές και άλλες αποστολές. Διαφορετικά η διπλωματία μας, η φωνή μας στους διεθνείς οργανισμούς θα είναι αδύναμη. Ευθέως ανάλογη της συνεισφοράς μας. Έχουμε ήδη ξεχάσει πόσο αναβαθμίσθηκε η χώρα μας από την συμμετοχή των ναυτικών μας μονάδων στην ανθρωπιστική επιχείρηση στον Λίβανο. Έχουμε ξεχάσει πως η σταθερότης στα Βαλκάνια εξαρτάται και από την συμμετοχή μας στις ειρηνευτικές αποστολές της Βοσνίας και του Κοσσυφοπεδίου. Ακούγονται όλα πολύ απλά. Κινδυνεύει όμως κανείς να χάση τον προσανατολισμό του, αν παύση να βλέπη την κατάσταση συνολικά και επικεντρωθή στον ένα ή τον άλλον τομέα. Αν δηλαδή η οικονομία καταστή εμμονή, τότε θα χάσουμε και την διπλωματική και την αμυντική μας ικανότητα. Ομοίως, αν επικεντρωθούμε αποκλειστικώς στην άμυνα, θα κινδυνεύσουμε να φέρουμε την οικονομία μας στα πρόθυρα της καταρρεύσεως. Η τέχνη λοιπόν της πολιτικής και της επιτυχούς διακυβερνήσεως συνίσταται στην δυναμική εξισορρόπηση όλων των ανωτέρω. Χωρίς εσωστρέφεια. Χωρίς στερεότυπα και ψευδαισθήσεις. Χωρίς ουτοπικά οράματα και φρούδες ελπίδες. Αλλά με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό απηλλαγμένο μικροπολιτικών προσεγγίσεων. Και κυρίως απηλλαγμένο από το σύνδρομο του δέους, εξ αιτίας του οποίου πάρα πολλά ζητήματα υψηλής πολιτικής "σπρώχνονται" προς το μέλλον. Για να τα βρή μπροστά του ο "επόμενος". (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 07/05/2007)