Του Κ.Ν. Σταμπολή
Σε αντίθεση με τις ελληνικές τράπεζες και σωρεία εμπορικών επιχειρήσεων που εδώ και μια δεκαπενταετία οργώνουν κυριολεκτικά τις χώρες της Ν.Α. Ευρώπης, που ανήκαν στο πρώην ανατολικό μπλοκ, έχοντας κατακτήσει σημαντικό τμήμα της αγοράς, οι ενεργειακές επιχειρήσεις έχουν μείνει πίσω. Εάν δεν υπήρχαν οι πετρελαϊκές εταιρείες όπως τα Ελληνικά Πετρέλαια και η JETOIL και άλλες μικρότερες, οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στην FYROM, την Αλβανία, την Σερβία και τη Βουλγαρία και έχουν αποκτήσει πλέον μια αξιόλογη παρουσία, ο ενεργειακός τομέας δεν θα συμμετείχε καθόλου στο αναπτυξιακό ράλι των Βαλκανίων. Ο μεγάλος απών από την Ελληνική έξοδο προς Βορρά παραμένει η ΔΕΗ, η δεύτερη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, η οποία παρά το γεγονός ότι διαθέτει μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις άλλες ηλεκτρικές εταιρείες της περιοχής, μέχρι πρότινος δεν είχε καν επιδείξει στοιχειώδες ενδιαφέρον για επέκταση στις γρήγορα αναπτυσσόμενες αγορές των Βαλκανίων. Μέχρις ένα βαθμό η στάση της ΔΕΗ ήτο δικαιολογημένη αφού ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 2001, οπότε και μετετράπη σε Ανώνυμη Εταιρεία και εισήλθε στο χρηματιστήριο, αποτελούσε ουσιαστικά παράρτημα του Υπουργείου Ανάπτυξης (όχι ότι δεν ελέγχεται ακόμα από αυτό) και άρα δεν μπορούσε να εξασκήσει μία καλώς νοούμενη εταιρική πολιτική, με business plan, και ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους. Έτσι, το ενδιαφέρον της ΔΕΗ για επέκταση των δραστηριοτήτων της εκτός των συνόρων της χώρας άργησε να εκφραστεί με αποτέλεσμα να χάσει πολύτιμο χρόνο και να δώσει την ευκαιρία σε άλλες Ευρωπαϊκές εταιρείες να εισέλθουν σε μία αγορά, όπως είναι αυτή της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, που χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και δυναμισμό. Έχοντας εδώ και τρία χρόνια θέσει ως στόχο την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εκτός Ελλάδος, η ΔΕΗ σήμερα διεκδικεί μια σειρά έργων σε Βουλγαρία, FYROM και Σερβία (Κόσοβο) ενώ παράλληλα ενισχύει τις διεθνείς διασυνδέσεις της με όλες τις γειτονικές χώρες και την Ιταλία, αποβλέποντας σ’ ένα διπλασιασμό της ισχύος των μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, δηλαδή από τα σημερινά 1.100 MW να αναβαθμιστούν αυτές στα 2.000 MW. Πιο συγκεκριμένα στην Βουλγαρία η ΔΕΗ αφού έλαβε μέρος σε διαγωνισμό της κυβέρνησης το 2005, στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων, ανεδείχθη πλειοδότης για την εξαγορά ενός μεγάλου λιγνιτικού σταθμού του Bobov Dol, ο οποίος αν και παλαιάς τεχνολογίας διαθέτει σημαντικά προτερήματα λόγω της θέσης του στο δίκτυο και των παρακείμενων λιγνιτικών πεδίων. Δυστυχώς η Βουλγαρική κυβέρνηση με διάφορα νομικά τερτίπια καθυστερεί την κατοχύρωση του έργου στη ΔΕΗ δημιουργώντας ακόμα ένα εμπόδιο στην έξοδο της Επιχείρησης προς Βορρά. Εκτός από την Βουλγαρία η ΔΕΗ ευρίσκεται ήδη στη FYROΜ και στο Κόσοβο διεκδικώντας μία σειρά από άκρως ενδιαφέροντα έργα, τα οποία εάν τ’ αναλάβει θα δημιουργήσουν ένα ηλεκτρικό τόξο αρκετά χιλιόμετρα βόρεια των συνόρων μέσω του οποίου θ’ αποκτήσει μια προνομιακή θέση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη Ν.Α. Ευρώπη. Αυτή η κίνηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν λάβουμε υπ’ όψη την υπό εξέλιξη δημιουργία της ενιαίας αγοράς ενέργειας της Ν.Α. Ευρώπης, το γνωστό Energy Community, το οποίο με τόση σπουδή προώθησε η κυβέρνηση χωρίς να έχει κατοχυρώσει προηγουμένως την Ελληνική παρουσία σε αυτήν. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στην FYROM η ΔΕΗ διεκδικεί με αξιώσεις τον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό του Negotino, εγκατεστημένης ισχύος 200 MW, αλλά με υποχρέωση τεχνολογικής αναβάθμισης και επέκτασης στα 400 MW εάν τελικά κερδίσει τον πλειοδοτικό διαγωνισμό. Στο δε Κόσοβο, όπου και εδώ η ΔΕΗ συμμετέχει σε διαγωνισμό σε συνεργασία με την Ιταλική ENEL, τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα είναι ακόμη μεγαλύτερα. Το διακύβευμα εδώ είναι μια μεγάλη λιγνιτική μονάδα 700 MW, τεράστια σε έκταση ορυχεία και η δυνατότητα κατασκευής ενός νέου σταθμού 2.000 MW. Βέβαια ο ανταγωνισμός από εγχώριες και ξένες, κυρίως Ευρωπαϊκές, εταιρείες είναι έντονος αφού όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν από τις μεγάλες ευκαιρίες που φαίνεται ότι προσφέρει η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Ν.Α. Ευρώπης. Η ΔΕΗ έχει κάθε λόγο να επιθυμεί ν’ αποκτήσει μία σημαντική παρουσία στην αγορά αυτή αφού αφ’ ενός μεν θ’ αποκτήσει μια αξιόλογη εγκατεστημένη ισχύ εκτός Ελλάδος, η οποία μπορεί να φθάσει και τα 4.000 ΜW μέσα στην επόμενη πενταετία, και αφ’ ετέρου θα μπορέσει να συμμετάσχει στην εμπορία ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνοντας αισθητά τον κύκλο εργασιών της και τις δυνατότητες κερδοφορίας. Αυτή η κίνηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον με δεδομένο το άνοιγμα της εγχώριας αγοράς στον ανταγωνισμό και την ανάληψη ενός μέρους της πίτας από ανεξάρτητους (ιδιώτες) παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Άρα η διεκδίκηση από πλευράς ΔΕΗ νέας παραγωγικής ισχύος εκτός Ελλάδος αποτελεί μονόδρομο, και μάλιστα με επιτάχυνση, αφού μόνο με αυτό τον τρόπο η Επιχείρηση θα μπορέσει να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο, να επωφεληθεί από την τεράστια εμπειρία της και ν’ αξιοποιήσει το έμπειρο και υψηλά καταρτισμένο προσωπικό της. Γι αυτό η παρούσα εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με την Βουλγαρική κυβέρνηση για την κατοχύρωση του σταθμού του Bobov Dol (βλέπε χθεσινό ρεπορτάζ στο www.energia.gr) δεν θα πρέπει ν’ αποθαρρύνει την διοίκηση της ΔΕΗ στις επιδιώξεις της για την έξοδο της Επιχείρησης προς την Ν.Α. Ευρώπη. Αντίθετα θα πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια για εξωστρέφεια, αφού ουσιαστικά μόνο μέσα απ’ αυτή την στρατηγική θα μπορέσει η ΔΕΗ να εξασφαλίσει την μελλοντική της ανάπτυξη.