Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη
Η Κύπρος αποτελεί και τυπικά, θεσμικά και πολιτικά, το 27ο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ενταγμένη χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς ερωτηματικά και επίσημα πλέον από το 2004 στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια. Φυσικά η Κύπρος ανήκε πάντοτε, εδώ και 3000 χρόνια ως τμήμα του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρώπη, συμβάλλοντας έτσι και στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού και ευρύτερου δυτικού πολιτισμού, αποτελώντας τρόπον τινά γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά τον ακρογωνιαίο λίθο της Ευρώπης. Επομένως, η συζήτηση που έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια περί της αναγκαιότητας αλλά και της πολιτικής σκοπιμότητας ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80, με πρωτεργάτες το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥΚΕΜ) και μια ομάδα καθηγητών από τα ελληνικά κυρίως πανεπιστήμια, όπως οι κύριοι Π. Ήφαιστος, ο υπογράφων αλλά και ο αείμνηστος Γ. Κρανιδιώτης κ.α., συνέβαλε καθοριστικά, θα λέγαμε, στην πολιτική ωρίμανση και την πίεση προς τις ηγεσίες των δύο χωρών για να προχωρήσουν στις δεκαετίες του ’90, όχι μόνο στην υποβολή αίτησης ένταξης στην ΕΕ αλλά και στη μεθόδευση μέσα από τις νέες συνθήκες της μεταψυχροπολεμικής εποχής για να επιτευχθεί η τελική ένταξη το 2004, αφού πέρασε τη Συμφωνία του Ελσίνκι και εντεύθεν στη «δια πυρός και σιδήρου» απειλή της « λαίλαπας» του Σχεδίου Ανάν. Η ένταξη στην ΕΕ δεν έγινε γιατί η Κύπρος και η Ελλάδα παρακάλεσαν τους ευρωπαίους εταίρους μας να τη δεχτούν στους κόλπους της ή ακόμα γιατί κατάφεραν να τους πείσουν για την αναγκαιότητα ή τη σκοπιμότητα αυτή, αλλά πρωτίστως γιατί η Κύπρος και ως χώρος Πολιτισμού αλλά και ως κράτος ήταν και είναι Ευρωπαϊκή και δικαιούται ανεπιφύλακτα την ένταξή της αυτή. Πέραν του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο αναφερθήκαμε, πέραν του γεγονότος ότι η Κύπρος σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων της δεκαετίας του ’90 διαπιστώνεται καθημερινά ότι πληρούσε θεσμικά και πολιτικά όλα τα κριτήρια για την ένταξή της στην ΕΕ, υπήρχε και το μέγα ζήτημα της διεύρυνσης των 10, μεταξύ των οποίων η αγαπημένη του γερμανικού παράγοντα Πολωνία, αλλά και άλλες χώρες που στηρίζονταν από μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ΗΠΑ, πράγμα που επέτρεψε στην Αθήνα τότε, ειδικά επί κυβερνήσεων Κ. Μητσοτάκη και Α. Παπανδρέου να κάνουν τους απαραίτητους ελιγμούς και συμφωνίες που άνοιξαν θεσμικά πλέον την πόρτα της ένταξης. Εκείνο που συνέβη αργότερα το οποίο περιέπλεξε την υπόθεση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ήταν η άτυπη- μυστική, πλην σαφής και εμφανής συμφωνία των κυβερνήσεων Κ.Σημίτη- Γλ. Κληρίδη ότι μπορεί να προβλεπόταν στο Ελσίνκι το ’99 η ένταξή της ανεξαρτήτως λύσεως, πλην όμως οι δύο κυβερνήσεις διαβεβαίωναν τους αρμόδιους παράγοντες της Commission (βλ. G. Verheugen) και όχι μόνο, πως η Κύπρος θα ενταχθεί με λυμένο το πρόβλημά της επί τη βάσει του υπό κατασκευή Σχεδίου Ανάν! Η κυβέρνηση Κ. Σημίτη και η κυβέρνηση Γλ. Κληρίδη τίμησαν την υπόσχεσή τους, δίνοντας μάχη μέχρις εσχάτων συνεπικουρούμενοι από τον διεθνή παράγοντα (βλ. ΗΠΑ- Βρετανία) για να ενταχθεί στην ΕΕ όχι η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά το «Κράτος του Ανάν». Εξ ου και η αγωνιώδης προσπάθεια του Γλ. Κληρίδη για να επανεκλεγεί για 16 μήνες Πρόεδρος, προκειμένου να παραδώσει το «κράτος του Ανάν» στην ΕΕ. Δεν υπολόγισαν όμως τόσο οι δύο κυβερνήσεις όσο και οι Αγγλοαμερικανοί στην εκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου και στη θαρραλέα και ηρωική θα λέγαμε στάση του κυπριακού Ελληνισμού, ο οποίος διαφύλαξε πατρίδα και κράτος υπερασπιζόμενος τις θερμοπύλες της Κύπρου αλλά και τη θετική διευκόλυνση που παρείχε στην Κύπρο ο τότε νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, του οποίου η κυβέρνηση φυσικά και δεν συμμετείχε στην εκπόνηση του ανοσιουργήματος. Αυτά τα ολίγα περί Κύπρου και ΕΕ όχι μόνο για να τιμήσουμε το δημοψήφισμα και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ συμπληρώνοντας αισίως 3 χρόνια, όχι μόνο για να εκτιμήσουμε πως παρά τις αρχικές δυσκολίες η θέση της Κύπρου σήμερα στην ΕΕ είναι ισχυρότερη από ποτέ, αλλά και για να υπογραμμίσουμε πως το ιστορικό «όχι» των Κυπρίων τότε δικαιώνεται από τις διεθνείς εξελίξεις στη Μεσόγειο, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. (Από την Εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ 13/05/2007)