Του Θόδωρου Σκυλακάκη*
Το 2004, όταν η Ελλάδα διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν η μικρότερη χώρα που ανέλαβε ένα τέτοιο εγχείρημα τις τελευταίες δεκαετίες. Παρέδωσε την σκυτάλη στη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα του πλανήτη, την Κίνα, η οποία ήρθε πιο κοντά μας στην αρχή λόγω της ολυμπιακής συγκυρίας, και λίγο αργότερα με την επίσκεψη του πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή στην Κίνα και το πλαίσιο στρατηγικής εταιρικής σχέσης που διαμορφώθηκε μεταξύ των δύο χωρών. Σχέση η οποία επιβεβαιώθηκε τόσο από τις συχνές επισκέψεις υψηλού επιπέδου Κινέζων επισήμων στην χώρα μας, όσο και κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης της υπουργού Εξωτερικών κ. Ντόρας Μπακογιάννη που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Κίνα. Ποια είναι τα οφέλη των δύο χωρών από την σχέση αυτή; Ποιοι παράγοντες μπορεί να ώθησαν την Κίνα να επιλέξει την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο; Γιατί η Ελλάδα δίδει τόση έμφαση σ’ αυτή τη συνεργασία; - Η Κίνα, με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν το οποίο προσεγγίζει τα 2 τρις ευρώ και ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που κινούνται σταθερά πάνω από το 10%, είναι μια τεράστια και ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία. Βρίσκεται όμως σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης σε σύγκριση με τη χώρα μας. Εξ ου και ενώ έχει 118 φορές περισσότερο πληθυσμό από την Ελλάδα, το ΑΕΠ της είναι μόνο 10 φορές μεγαλύτερο από το δικό μας. Είναι επίσης συμπληρωματική σε σχέση με την Ελλάδα και από πλευράς παραγωγικής κατεύθυνσης. Πρόκειται για μια οικονομία που στηρίζεται στις εξαγωγές αγαθών που καλύπτουν άνω του ενός τρίτου του ΑΕΠ της, ενώ η δική μας έχει ως δυναμικότερους εξωστρεφείς κλάδους της τον τουρισμό και τη ναυτιλία, δύο κλάδους υπηρεσιών που είναι συμπληρωματικοί με μια κατ’ εξοχήν βιομηχανική-εξαγωγική οικονομία, όπως θα είναι μεσομακροπρόθεσμα η Κίνα. Μια οικονομία προς την οποία θα διακινούνται όλο και περισσότερο πρώτες ύλες και έτοιμα προϊόντα από άλλες ηπείρους (προβλέπεται συνεπώς διαρκής ανάπτυξη των ναυτιλιακών ναύλων από και προς την Κίνα), ενώ το πλεόνασμα που θα δημιουργείται στο ισοζύγιο πληρωμών της από τον εξαγωγικό της προσανατολισμό δημιουργεί μακροπρόθεσμα τις δυνατότητες για μια τεράστια αγορά Κινέζων τουριστών. Μια αγορά από την οποία αν εξασφαλίσουμε ένα μικρό έστω μερίδιο, θα αποκομίσουμε τεράστια πλεονεκτήματα για τον τουρισμό μας. Αντίστοιχα η ελληνική οικονομία, προσφέρει στην Κίνα πρόσβαση σε μια σημαντική και προπαντός ταχέως αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή αγορά (Νοτιοανατολική Ευρώπη), και της δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα διαμετακομιστικό κέντρο προς ολόκληρη την Ευρώπη και τη Μεσόγειο, αν -όπως διαφαίνεται- διεκδικήσει δυναμικά τη διαχείριση ελληνικών λιμενικών εγκαταστάσεων στους σχετικούς διαγωνισμούς που πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Επίσης υπάρχουν σοβαρές δυνατότητες συνεργασιών μεταξύ μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων οι οποίες διεθνοποιούνται και κινεζικών επιχειρήσεων, εντός της Κίνας, αλλά και με εξαγωγικές προοπτικές, αφού οι ελληνικές επιχειρήσεις, έχουν τη δυνατότητα με τις ικανότητές τους στο marketing και τη δικτύωση σε διεθνείς αγορές, να λειτουργήσουν επίσης συμπληρωματικά με τις κινεζικές. Υπάρχουν λοιπόν σταθερές οικονομικές βάσεις στην οικονομική αυτή συνεργασία, οι οποίες συνδυάζονται με τις άριστες πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η Ελλάδα είναι άλλωστε μια χώρα που δεν υπήρξε ποτέ αποικιοκρατική, με αρχαίο πολιτισμό που είναι ιδιαίτερα γνωστός και εκτιμάται από τους Κινέζους (όπως και οι Έλληνες αναγνωρίζουν και εκτιμούν τον κινεζικό πολιτισμό), ενώ και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ζωτικά για τις δύο χώρες, υπήρχε πάντα και υπάρχει ακόμα περισσότερο σήμερα, σοβαρή σύγκλιση απόψεων. Η στρατηγική αυτή σχέση έχει λοιπόν στέρεες βάσεις, που εδράζονται στο αμοιβαίο όφελος από την ανάπτυξή της και προωθείται ικανοποιητικά σε πολλά επίπεδα. Υπάρχει ήδη ένα πλούσιο θεσμικό πλαίσιο διμερών συμφωνιών, καθώς και σημαντικός αριθμός επιχειρηματικών αποστολών και συνεργασιών. Στον τομέα της ναυτιλίας οι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν πάνω από το 50% των κινεζικών ναύλων και «χτίζουν» εκατοντάδες βαπόρια στην Κίνα. Η μεγάλη κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία Cosco διακινεί ήδη σοβαρές ποσότητες φορτίων μέσω της Ελλάδος, καθώς δέκα μεγάλα πλοία της το μήνα πιάνουν στα ελληνικά λιμάνια. Οι ελληνικές εξαγωγές στην Κίνα (πολύ μικρές ακόμα) αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό, 54% το 2006. Οι ελληνικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν ξεπεράσει τα 140 εκατ. δολλάρια. Όπως ανακοινώθηκε πριν μερικές ημέρες, τον προσεχή Σεπτέμβριο η Air China ξεκινά απ’ ευθείας αεροπορική σύνδεση μεταξύ Αθήνας και Πεκίνου, που αναμένεται να δώσει σημαντική ώθηση στις τουριστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η ολυμπιακή συνεργασία κυρίως στον τομέα της ασφάλειας κινείται επίσης ικανοποιητικά, με την ώθηση που δόθηκε στις συνομιλίες της προηγούμενης εβδομάδας, ενώ ανοίγουν και καινούριοι τομείς συνεργασίας, όπως η αναπτυξιακή συνεργασία σε στρατηγικούς τομείς όπως είναι ο τουρισμός και ο πολιτισμός. Επίσης και σε μη οικονομικούς τομείς, υπάρχει σοβαρή πρόοδος. Στον πολιτισμό το 2008 θα είναι «Πολιτιστικό Έτος της Ελλάδας στην Κίνα». Επίσης από το 2006 υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών Πρωτόκολλο Εκπαιδευτικής Συνεργασίας , ενώ παράλληλα τα τελευταία χρόνια με τη βοήθεια και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, έχουν δημιουργηθεί έδρες ελληνικών σπουδών στα πανεπιστήμια του Πεκίνου και της Σαγκάης. Το συμπέρασμα είναι ότι με επιμονή, υπομονή και σταθερά βήματα οικοδομείται πράγματι μια στέρεα στρατηγική σχέση Ελλάδος–Κίνας, η οποία μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα έχει μεγάλα οφέλη και για τις δύο χώρες. * Ο κ. Σκυλακάκης είναι Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών για τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και την Αναπτυξιακή Συνεργασία. (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 18/05/2007)