Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, δηλαδή το δημόσιο χρέος των 330 δισ. ευρώ, τα 130 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσμων οφειλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς και τα 95 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες

Με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ για την πορεία της οικονομίας κατά τη φετινή χρονιά συμπλέει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ορίζοντας τον στόχο της ανάπτυξης για τη φετινή χρονιά στο 2% και όχι στο 2,5% όπως προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2018. Υπό τη νέα του σύνθεση, το Γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται κατά του να υπάρχουν «προαπαιτούμενα» και αιρεσιμότητες στα μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους -δηλαδή στο συγκεκριμένο θέμα ταυτίζεται με την άποψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου-, ενώ ζητεί μια «έστω και ελάχιστη συναίνεση» ώστε να προχωρήσουν παρεμβάσεις που μπορούν να δώσουν απαντήσεις στις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. 

Οι δημοσιονομικοί στόχοι

To Γραφείο Προϋπολογισμού -επικεφαλής του οποίου τέθηκε από τον Μάρτιο ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μετά την πρόσφατη αλλαγή της σύνθεσης- εκτιμά ότι μετά και τη δημοσίευση των στοιχείων του πρώτου τριμήνου καθίσταται απολύτως εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018 (σ.σ.: πρωτογενές πλεόνασμα), ενώ προβλέπει ότι αυτό θα οδηγήσει και σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι «προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 (και ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο του 2017, δηλαδή 2% έναντι 1,4%, αλλά και πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 3,5%) συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής». Στην προσπάθεια αυτή θα υπάρξουν και κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται «με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες». 

Νέο πλαίσιο εποπτείας

Όπως εξήγησε μέλος της ομάδας σύνταξης της έκθεσης, με την ολοκλήρωση του προγράμματος και τον τερματισμό της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα -κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δανείζεται αποκλειστικά από τις αγορές για να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της- θα πρέπει να είναι καθορισμένο ένα νέο πλαίσιο εποπτείας. Οι ακριβείς όροι αυτού θα καθοριστούν στο πλαίσιο της πολιτικής διαπραγμάτευσης, δεδομένου ότι -όπως αναφέρεται και στην έκθεση- «το επίσημο πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα όπως περιγράφεται στον κανονισμό 472/2013, δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές».

Παρεμβαίνοντας στο θέμα της μεταμνημονιακής εποπτείας, το Γραφείο Προϋπολογισμού ζητεί να μην υπάρχουν αιρεσιμότητες στα μέτρα διευθέτησης του χρέους, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει «σε αύξηση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα». Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό απόσπασμα της έκθεσης: «Από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μη χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα - καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος». 

«Προβληματικά αποθέματα»

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, περιθώρια εφησυχασμού δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, με την οικονομική πολιτική να πρέπει να «στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία». Ως «προβληματικά αποθέματα» οι συντάκτες της έκθεσης ορίζουν:

  1. Το υψηλό δημόσιο χρέος των 330 δισ. ευρώ, «η εξυπηρέτηση του οποίου αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στον επίσημο τομέα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης».
  2. Τα 130 δισ. ευρώ που είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοικοκυριών και των εγχώριων επιχειρήσεων προς τις φορολογικές αρχές και τα ασφαλιστικά ταμεία. 3. Τα 95 δισ. ευρώ που είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στέκεται και στην υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου: «Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό». Αυτή η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου συνδυάζεται, μάλιστα, με την απώλεια και φυσικού κεφαλαίου «λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα, εφόσον συνεχιστεί, να υπονομεύσει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».

«Ελάχιστη συναίνεση»

Τέλος, το Γραφείο Προϋπολογισμού ζητεί «μια ελάχιστη συναίνεση» προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα στο ανθρώπινο και στο φυσικό κεφάλαιο: «Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία. Κυρίως, όμως, θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά στοιχεία του θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση». Η συγκεκριμένη παρέμβαση έρχεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία, δεδομένου ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται το «ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο», το περιεχόμενο του οποίου βρίσκεται υπό συζήτηση με τους θεσμούς, προκειμένου στη συνέχεια να τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου και στο εσωτερικό της χώρας. 

(«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)