Του Κ.Ν. Σταμπολή
Πρόσφατα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνουν λόγο για την σπατάλη στην κατανάλωση ενέργειας στη χώρα μας ιδιαίτερα στον τομέα των μεταφορών, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από άποψη ποσοστού συμμετοχής των μεταφορών στην συνολική κατανάλωση ενέργειας. Έτσι ο τομέας των μεταφορών στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 39,3%, στο Λουξεμβούργο στο 60,1% ενώ στην Σλοβακία στο 15,8%, με τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο να είναι στο 30,4%. Αυτό τι σημαίνει; Ότι στη χώρα μας ο τομέας των μεταφορών, ο οποίος βασίζεται κυρίως στο αυτοκίνητο, απορροφά πολύ περισσότερη ενέργεια απ’ ότι η βιομηχανία και τα νοικοκυριά. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στη χώρα μας η ενέργεια που καταναλώνεται στα νοικοκυριά (26,5%) και τη βιομηχανία (20%) είναι σαφώς χαμηλότερη από αυτήν που απορροφάται από τις μεταφορές, μία τάση που παρουσιάζεται και στην πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. Ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων (68%) όσο και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι πιστεύουν (εσφαλμένα) ότι η βιομηχανία είναι ο απαιτητικότερος ενεργειακά τομέας. Παράλληλα το 54% των Ελλήνων πιστεύει ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας οφείλεται στη θέρμανση και μόλις το 38% εκτιμά ότι οφείλεται στις μεταφορές. Εάν μελετήσουμε περαιτέρω την διάρθρωση του τομέα μεταφορών στην Ελλάδα θα διαπιστώσουμε ότι αυτός βασίζεται σε ποσοστό 76,7% στις οδικές μεταφορές, αφού οι μεταφορές δια σιδηροδρόμου, (τόσο διαδεδομένες και εύχρηστες στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά σχεδόν άγνωστες στην Ελλάδα - λόγω αδυναμίας ανάπτυξης σιδηροδρομικού δικτύου) και άλλων μέσων παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες. Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι οι οδικές μεταφορές εξαρτώνται κατά 97,6% από το πετρέλαιο το οποίο ως γνωστό εισάγεται κατά 99,9%. Δηλαδή ομιλούμε περί μιας πλήρους ομηρίας του μεταφορικού τομέα της χώρας αφού οι δύο βασικές συνιστώσες του, δηλαδή οι τιμές των καθ’ ολοκληρία εισαγόμενων οχημάτων και καυσίμων καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε διεθνή βάση, καθιστώντας τον τομέα ιδιαίτερα ευάλωτο στις εκάστοτε διακυμάνσεις των διεθνών τιμών αλλά και στην επάρκεια των καυσίμων. Εάν μάλιστα εξετάσουμε διαχρονικά τα στοιχεία της ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας, όπως προκύπτουν από πρόσφατη μελέτη του ΙΕΝΕ (βλέπε Π. Κασάπη, “Η Κατανάλωση της Ενέργειας στον Τομέα των Μεταφορών στην Ελλάδα”, Αθήνα, 2007) θα δούμε ότι τα τελευταία χρόνια αυξάνεται σταθερά σε σύγκριση με τους άλλους τομείς, έτσι που από το 30% το 1999 να έχει φθάσει σήμερα το 39%! Πάντως ο ρυθμός αύξησης έχει αρχίσει να μειώνεται επηρεασμένος από την τάση στην συνολική κατανάλωση της χώρας, της οποίας ο ρυθμός αύξησης έχει αρχίσει να κάμπεται επηρεασμένος από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Ακολουθεί άλλο ένα εύλογο ερώτημα και αυτό έχει σχέση με τα πρωτογενή αίτια της αύξησης στην κατανάλωση ενέργειας στις οδικές μεταφορές, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν τις μεταφορές στην Ελλάδα. Εδώ τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά αφού βάσει στοιχείων του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (ΣΕΑΑ) το 2006 ο συνολικός αριθμός επιβατηγών αυτοκινήτων ξεπέρασε τα 4.4 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας μια αύξηση κατά 48% συγκριτικά με το 2000. Με σταθερές πωλήσεις περί τα 300.000 νέα οχήματα κάθε έτος το ποσοστό αυτό αύξησης, όπως παρατηρεί ο ΣΕΑΑ, είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Έτσι σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2009 στην Ελλάδα θ’ αντιστοιχεί ένα Ι.Χ. για κάθε δύο κατοίκους, δηλαδή ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας αυτοκινήτου στην Ευρώπη. Είναι οφθαλμοφανές ότι η μανία του νεοέλληνα να «έχει ένα, δύο, τρία ή και τέσσερα» αυτοκίνητα για το σπιτικό του είναι η βασική αιτία της ασύμμετρης αύξησης στην κατανάλωση ενέργειας στον μεταφορικό τομέα. Άραγε μέχρι ποιο σημείο και ως πότε θα συνεχισθεί η ανελαστικότητα στην αύξηση της ζήτησης οχημάτων και κατά συνέπεια στην κατανάλωση πετρελαίου; Ένα ερώτημα που μόνο θεωρητικό δεν είναι, αφού πέρα από τις προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στο περιβάλλον, ενώ οι απαιτήσεις για συνεχή επέκταση και αναβάθμιση της υποδομής της χώρας σε οδικούς άξονες δημιουργούν σοβαρές πιέσεις στα δημοσιονομικά του κράτους. Άραγε υπάρχει μία χρυσή τομή μεταξύ της περαιτέρω βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και μιας λογικής κατανάλωσης ενέργειας ιδιαίτερα στις μεταφορές; Αρκετοί συγκοινωνιολόγοι και περιβαλλοντολόγοι πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής κανόνων ορθολογικής χρήσης ενέργειας (ΟΧΕ) στις μεταφορές με τη θέσπιση σειράς μέτρων. Στα άμεσα μέτρα, δηλαδή μέτρα που επιδρούν στην κατανάλωση, συμπεριλαμβάνεται η στροφή προς απόκτηση κατάλληλων οχημάτων, (δηλ. με κινητήρες με μικρότερη κατανάλωση, υβριδικά αυτοκίνητα, τεχνολογίες EURO, σωστή συντήρηση, υποχρεωτική μείωση ταχύτητας στις εθνικές οδούς π.χ. 100 χλμ/ ώρα). Στην περίπτωση αυτή, αυτό που επιτυγχάνεται είναι η μείωση της κατανάλωσης ανά οχηματοχιλιόμετρο. Υπάρχουν και έμμεσα μέτρα τα οποία βασίζονται κυρίως στην διαφοροποίηση του μεταφορικού έργου με έμφαση την ανάπτυξη των μαζικών μεταφορών (ΜΜΜ) με προτεραιότητα στα μέσα που μπορούν να έχουν την χαμηλότερη ενεργειακή κατανάλωση ανά μονάδα μεταφορικού έργου (π.χ. μέσα σταθερής τροχιάς, αστικοί και υπεραστικοί σιδηρόδρομοι, βελτίωση κυκλοφοριακού). Όπως παρατηρεί ο κ. Πέτρος Κασάπης, Πρόεδρος της Επιτροπής Μεταφορών του ΙΕΝΕ, υπάρχει ακόμα ένας άλλος τρόπος ΟΧΕ που είναι η μείωση της ανάγκης για μετακίνηση, κάτι που επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών (e-mail, συστήματα τηλε-εργασίας, τηλε-αγοράς κλπ.) και αφορά κυρίως τις μετακινήσεις ατόμων, αλλά και εμπορευμάτων. Στην δεύτερη περίπτωση για παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η υποκατάσταση του πετρελαίου θέρμανσης με φυσικό αέριο που τελικά θα μειώσει την σημερινή ανάγκη χρήσης βυτιοφόρων φορτηγών αυτοκινήτων. Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας οδηγεί ανάλογα σε μείωση των εκπομπών καυσαερίων και ρίπων στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στις πόλεις. Όταν μάλιστα πρόκειται για CO2 η μείωση είναι ευθέως ανάλογη, αφού π.χ. στις μεταφορές ένας τόνος ισοδύναμου πετρελαίου αντιστοιχεί με περίπου 2,9 τόνους CO2. Όπως φαίνεται από τα’ ανωτέρω πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία τρόποι και μεθοδεύσεις για την μείωση της κατανάλωσης, η καλύτερα της σπατάλης ενέργειας στα μεταφορικά μέσα υπάρχουν. Πολιτική βούληση και στρατηγική αντιμετώπιση δεν φαίνεται να υπάρχει, αφού οι αρμόδιοι παράγοντες (ΥΠΑΝ, ΥΜΕ) αρνούνται να παραδεχθούν την ύπαρξη του προβλήματος. Tout va bien στην ατάραχη χώρα της ευδαιμονίας. Μέχρι πότε;