Ο Καναδάς, διαθέτοντας δυναμικό παραγωγής της τάξεως των 315 δις βαρελιών εκμεταλλεύσιμου πετρελαίου, προσφέρει μία άκρως δελεαστική προοπτική: Ένα έπαθλο μεγέθους Μέσης Ανατολής σε ένα καθησυχαστικά ανιαρό περιβάλλον. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα. Η ιδιομορφία του εδάφους στον Καναδά σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του πετρελαίου του είναι αναμεμειγμένο με άμμο. Αυτές οι πετρελαιοφόρες άμμοι (oil sands) πρέπει είτε να εξορυχθούν, είτε να θερμανθούν σε μεγάλο βάθος κάτω από το έδαφος, για να μπορέσει το πετρέλαιο να βγει στην επιφάνεια (μία διαδικασία γνωστή ως γεώτρηση “in-situ”). Αυτή η παχύρρευστη πίσσα που θα προκύψει τότε, πρέπει να υποβληθεί σε περαιτέρω επεξεργασία προτού μπορέσει να διυλιστεί. Αυτό κάνει τις πετρελαιοφόρες άμμους αρκετά ακριβές. Η Citigroup εκτιμά ότι η εν λόγω διαδικασία αξίζει να ακολουθηθεί μόνο σε περίπτωση που οι τιμές του αργού, σε μακροπρόθεσμη βάση, διατηρηθούν πάνω από τα 40 δολάρια ανά βαρέλι. Ευτυχώς, για τους λάτρεις της άμμου, ελάχιστοι προβλέπουν ότι η τιμή του πετρελαίου θα υποχωρήσει σ' αυτό το επίπεδο σύντομα. Το μέγεθος των κοιτασμάτων σημαίνει ότι, αν και θα χρειαστούν πολύ υψηλές κεφαλαιουχικές δαπάνες, η παραγωγή -και επομένως η εισροή ρευστού- θα πρέπει να είναι σταθερή και να έχει μακρά διάρκεια. Γι’ αυτό το λόγο, η αρχική φάση της επένδυσης είναι κρίσιμη. Υπάρχουν δύο πράγματα που προκαλούν ανησυχία. Πρώτον, ο πληθωρισμός, η μάστιγα των κερδών της πετρελαϊκής βιομηχανίας παγκοσμίως, και δεύτερον, η αβεβαιότητα για το δημοσιονομικό καθεστώς. Ο Καναδάς απαιτεί για τα δικαιώματα άντλησης μόλις το 1% των εσόδων από το πετρέλαιο μέχρι να γίνει απόσβεση της επένδυσης και καλυφθούν οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, αλλά αυτό υπόκειται σε διαδικασία αναθεώρησης. Σε περίπτωση που το ποσοστό αυτό αυξηθεί στο 25%, τα μικρότερα projects που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο θα πληγούν. Οι αποτιμήσεις στον κλάδο των πετρελαιοφόρων άμμων έχουν αυξηθεί μετά τις πρόσφατες εξαγορές που έκανε η Statoil και η Royal Dutch Shell στον Καναδά. Οι τελευταίες αυτές προσφορές διαφοροποίησαν την έκθεση στους επενδυτικούς κινδύνους: οι ποσότητες του πετρελαίου με άμμο θα αναλογούν σε λιγότερο από το 5% της παραγωγής πετρελαίου της Shell μέχρι το 2010. Τηρουμένων των αναλογιών, οι επενδυτές θα πρέπει να δείχνουν προτίμηση στις γεωτρήσεις “in-situ” – συνήθως λιγότερο δαπανηρές από τις εξορύξεις στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης. Η Suncor, για παράδειγμα, κλίνει προς τα έργα “in-situ” και πληρώνει ήδη για δικαιώματα άντλησης, φαινομενικά όλης της υπάρχουσας παραγωγής της. Η αβεβαιότητα θα έπρεπε, θεωρητικά, να καθυστερεί τα έργα στη φάση του σχεδιασμού τους, διευκολύνοντας τη δημιουργία σημείων συνωστισμού και εμπλοκής για τα κοιτάσματα που αναπτύσσονται ή έχουν αρχίσει ήδη να παράγουν. Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, αλλά, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις αραβικές έρημους, τουλάχιστον στον Καναδά η άμμος είναι προσβάσιμη.