Του Νίκου Νικολάου
Η έξοδος της χώρας μας από το καθεστώς της κοινοτικής επιτήρησης είναι μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία θα έχει τώρα την πιστοποίηση, την αναγνώριση της Ευρώπης, ότι έβαλε τάξη στα δημόσια οικονομικά. Η έξωθεν καλή μαρτυρία, όμως, που σε πρώτο στάδιο οδηγεί σε βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, δηλαδή σε μείωση του κόστους δανεισμού, θα διαρκέσει υπό τον όρο ότι θα συνεχιστεί με σταθερότητα και συνέπεια από την κυβέρνηση η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής. Βεβαίως ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφης διαβεβαιώνουν σε κάθε ευκαιρία την επιμονή τους στην άσκηση αυτής της πολιτικής και να υπενθυμίσω επ’ ευκαιρία ότι στις 16 Μαΐου στο τηλεοπτικό του διάγγελμα ο πρωθυπουργός ήταν κατηγορηματικός. Δεν φθάσαμε στο τέλος του δρόμου, τόνισε, για να προσθέσει ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν έχει αντιμετωπιστεί πλήρως. Και πράγματι, αν αναλύσουμε τα στοιχεία της μέχρι τούδε δημοσιονομικής προσαρμογής, θα διαπιστώσουμε ότι δεν χτύπησε το κακό στη ρίζα του, ότι δεν περιόρισε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες και προπαντός δεν αντιμετώπισε τη μάστιγα της φοροδιαφυγής. όπως είναι γνωστό, το δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε μεταξύ 2004 και 2007 κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες, η ανάλυση των οποίων, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας δείχνει ότι: τα έσοδα συνέβαλαν με 0,19, οι πρωτογενείς δαπάνες με 0,55, οι τόκοι με 0,96, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με 1,61, ενώ το πλεόνασμα της άσπρης τρύπας έδωσε 2,19 μονάδες. Τα στοιχεία αυτά και κυρίως το γεγονός ότι η μείωση των δαπανών και η αύξηση των εσόδων συνέβαλαν μόνο κατά 0,74 μονάδες, δηλαδή αποτελούν μόνο το 14% της συνολικής πτώσης του ελλείμματος, δείχνουν ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες μιας συνεπούς δημοσιονομικής πολιτικής στο μέλλον. Ο δρόμος για τη δημοσιονομική εξυγίανση περνάει υποχρεωτικά από δύο σταθμούς, τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσα από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Το υπουργείο Οικονομικών με χθεσινή του εγκύκλιο προς όλα τα υπουργεία ζητεί και πάλι να συγκρατήσουν τις δαπάνες το 2008 σε επίπεδα χαμηλότερα από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του 2007. Αν κρίνουμε από όσα έγιναν πέρσι, αλλά και το 2005, το υπουργείο έχει κάνει καλή δουλειά για συγκράτηση των δαπανών. Φοβούμαι όμως ότι η συγκράτηση αυτή γίνεται περισσότερο με την αναβολή εξόφλησης για το μέλλον δαπανών που γίνονται και όχι με την εξυγίανση του όλου συστήματος. Πράγματι, αν αναλύσουμε τη σύνθεση των δημοσίων δαπανών θα δούμε ότι το 2007, όπως άλλωστε και τα προηγούμενα χρόνια το 48% των δαπανών πηγαίνει για μισθούς και συντάξεις, το 29% για επιχορηγήσεις σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, το 15% για αποδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδοτήσεις σε συγκοινωνιακούς φορείς κ.λπ., δηλαδή το 92% των δαπανών είναι ανελαστικές. «Τι είναι ο κάβουρας λοιπόν, τι το ζουμί του», όταν όλες οι προσπάθειες για οικονομία αφορούν τις λεγόμενες καταναλωτικές δαπάνες, τις δαπάνες δηλαδή λειτουργίας των υπουργείων. Από το αδιέξοδο αυτό μπορούμε να βγούμε μόνο αν η κυβέρνηση αποφασίσει δομικές αλλαγές που θα σμικρύνουν το κράτος. Δηλαδή, αν αποφασίσει, μια σειρά υπηρεσίες που τώρα γίνονταν από το κράτος, να εκχωρηθούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Είναι βέβαιο ότι και οικονομία θα προκύψει και οι προσφερόμενες στους πολίτες υπηρεσίες θα είναι καλύτερες. (Καθημερινή, 24/5/07)