Του John Authers
Πέρσι, οι τιμές του πετρελαίου έφτασαν σχεδόν στα 80 δολ./βαρέλι. Οι αγορές προετοιμάστηκαν για τις συνέπειες της εξέλιξης αυτής στους Αμερικανούς καταναλωτές. Αυτές, όμως, ποτέ δεν ήρθαν. Οι τιμές υποχώρησαν κατακόρυφα, αντισταθμίζοντας το πλήγμα που δέχθηκε η καταναλωτική εμπιστοσύνη από την πτώση των τιμών των ακινήτων. Αυτό στάθηκε καταλύτης για το μετέπειτα ράλι των διεθνών χρηματιστηρίων. Οι τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να υποχωρούν και των μετοχών να ενισχύονται. Όμως, ένας σημαντικός παράγοντας έχει αλλάξει. Οι τιμές του αργού πετρελαίου στην αγορά Nymex παραμένουν περισσότερο από 15% χαμηλότερες σε σχέση με πέρσι. Αντίθετα, οι τιμές της βενζίνης, που καθορίζουν το ποσό που πληρώνουν οι Αμερικανοί στα βενζινάδικα, έχουν σχεδόν ανακάμψει στα περσινά υψηλά επίπεδα. Συνήθως, οι τιμές της βενζίνης και του αργού πετρελαίου έχουν σταθερή σχέση, όμως η τελευταία διεκόπη απότομα πριν από δυο μήνες. Από τις 3 Απριλίου, τα προθεσμιακά συμβόλαια παράδοσης βενζίνης έχουν αυξηθεί κατά 13,7%, ενώ τα αντίστοιχα του αργού πετρελαίου έχουν υποχωρήσει κατά 1,5%. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να μεταφράζεται σε τιμές-ρεκόρ στα βενζινάδικα. Τα αμερικανικά διυλιστήρια φταίνε γι αυτό. Όπως λέει και ο Στίβεν Σορκ, αναλυτής του κλάδου, τις υπέρμετρες εισαγωγές πετρελαίου στις ΗΠΑ δεν ακολούθησε ανάλογη αύξηση του δυναμικού διύλισης. Επομένως, θεωρητικά, αν οι τιμές του αργού αυξηθούν περαιτέρω, το ράλι των τιμών της βενζίνης θα είναι χειρότερο από πέρσι. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη. Όπως ανακοινώθηκε προχθές, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ αυξήθηκε τον Μάιο στις 108 μονάδες από τις 106,3 του Απριλίου. Η αγορά προέβλεπε 105 μονάδες, επομένως τα προχθεσινά στοιχεία αποτέλεσαν μεγάλη έκπληξη που έδωσε ώθηση στο δολάριο και τα αμερικανικά ομόλογα. Η χαμηλή ανεργία και τα κέρδη από τις μετοχές μετρούν στη συνείδηση των καταναλωτών περισσότερο από την ακρίβεια στα καύσιμα και την πτώση των τιμών στα ακίνητα. Ωστόσο, το ηθικό των τελευταίων ενδέχεται να μην παραμείνει ακμαίο στην περίπτωση που η επικείμενη περίοδος των τυφώνων αποδειχθεί κακή. (Ημερησία – Financial Times, 31/5/07)