Του Γιάννου Παπαντωνίου, βουλευτή Α’ Αθήνας
Στόχος μιας προοδευτικής πολιτικής είναι η αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου και η δίκαιη κατανομή του ώστε να βελτιωθεί η κοινωνική ευημερία, να ενισχυθεί η απασχόληση και να ανέλθει το βιοτικό επίπεδο των ασθενέστερων ομάδων. Η οικονομία της αγοράς έχει αποδειχθεί, ιστορικά, ως το αποτελεσματικότερο πλαίσιο για την ανάπτυξη των οικονομιών. Όμως, όταν λειτουργεί ανεξέλεγκτα χωρίς την παρέμβαση δημόσιας εξουσίας, παράγει αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα. Άδικη κατανομή του εισοδήματος, κατάχρηση οικονομικής εξουσίας, παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων, καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ορισμένες από τις αρνητικές συνέπειες του άκρατου φιλελευθερισμού. Η προοδευτική προσέγγιση της οικονομίας της αγοράς επιχειρεί να διαφυλάξει την αναπτυξιακή της δυναμική, εισάγοντας όμως παράλληλα ισχυρά στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού για την εποπτεία των αγορών, την προστασία εργασιακών δικαιωμάτων, την κατοχύρωση ελάχιστου εισοδήματος και την προστασία του περιβάλλοντος. Η στρατηγική ένταξης στην ΟΝΕ συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση, στη χώρα μας, ενός προοδευτικού μοντέλου άσκησης πολιτικής, με θετικά αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία. Κεντρικό σημείο αναφοράς ήταν ο κοινωνικός διάλογος και η συναίνεση. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ επιδίωξαν συστηματικά, μέσω της φορολογικής, δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής, να εξασφαλίσουν δίκαιη κατανομή του κόστους και οφέλους από την εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής υπήρξε η μείωση του πληθωρισμού από 15% στο 3%, των ελλειμμάτων από 14% στο 3% του ΑΕΠ και ο τριπλασιασμός του ρυθμού ανάπτυξης από ένα ιστορικό μέσο όρο 1,5% στο 4% για μία ολόκληρη δεκαετία. Η οικονομική σταθερότητα και η ισχυρή ανάπτυξη οδήγησαν σε σημαντική άνοδο του βιοτικού επιπέδου, που βελτιώθηκε επίσης με την πραγματοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος εκσυγχρονισμού των υποδομών καθώς και την αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Τα προβλήματα σήμερα είναι διαφορετικά. Η εξάντληση των θετικών επιπτώσεων από την ένταξη στην Ευρωζώνη θα αναδείξει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες. Ο ανταγωνισμός των χωρών με χαμηλό εργατικό κόστος υποσκάπτει την παραγωγική μας βάση και θα οδηγήσει σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και αύξηση της ανεργίας. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς στην κατεύθυνση της Οικονομίας της Γνώσης, ενσωματώνοντας προηγμένες τεχνολογίες και προωθώντας υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπου μπορούμε να διασφαλίσουμε νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η σημερινή κυβέρνηση, όμως, αδρανεί και αδιαφορεί για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, υπονομεύοντας το μέλλον της ίδιας της χώρας, ενώ στους κρίσιμους τομείς των θεσμών, της διοικητικής αποτελεσματικότητας, της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, αντί βελτίωσης υπάρχει οπισθοδρόμηση. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα αναπτυξιακή πολιτική. Ένα νέο κύκλο μεταρρυθμίσεων με επίκεντρο την εκπαίδευση και το κράτος. Τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν εξοπλίζουν τη νέα γενιά με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τη μέθοδο σκέψης που αντιστοιχούν στη σύγχρονη εποχή. Χρειάζεται μια εκπαιδευτική επανάσταση. Κλειδί των αλλαγών είναι η διοικητική και οικονομική αυτοδυναμία των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Η εισαγωγή της διαφοροποίησης ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα δημιουργήσει συνθήκες συναγωνισμού και άμιλλας. Θα καταπολεμήσει την αδράνεια που προκαλεί η σημερινή ισοπεδωτική μεταχείριση των πάντων. Παράλληλα, πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα με την απλοποίηση του συστήματος αδειοδοτήσεων, και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων και ελλειμμάτων αποτελεί εξίσου σημαντική πρόκληση. Η άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Η μείωση της ανεργίας και η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με την καθιέρωση Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, αποτελούν κρίσιμα στοιχεία μιας πολιτικής για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Πρέπει, τέλος, να αντιμετωπιστούν τα ποιοτικά ελλείμματα της κοινωνικής προστασίας. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας υστερεί σε σχέση με τις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει για την εκπαίδευση. Η ανάπτυξη της παραπαιδείας επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων επιβεβαιώνουν την εδραιωμένη αντίληψη για ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης. Η προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών δεν συμβιβάζεται με γραφειοκρατικές και απαρχαιωμένες διοικητικές δομές. Απαιτεί αποτελεσματικότητα, ταχύτητα και ευελιξία. Χρειάζεται δραστική αποκέντρωση με την εκχώρηση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων καθώς και των αντίστοιχων πόρων στους θεσμούς αυτοδιοίκησης. Πρέπει να προχωρήσουμε, με αποφασιστικό τρόπο, σε τομές στη διοίκηση. Βασική αλλαγή είναι η καθιέρωση ανοικτών διαδικασιών που θα περιλαμβάνουν έγκριση από το Κοινοβούλιο και τις κατά περίπτωση αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές, για την επιλογή των διευθυντικών στελεχών στην κεντρική διοίκηση καθώς και στους δημόσιους οργανισμούς και επιχειρήσεις. Μεταρρυθμίσεις διοικητικών συστημάτων, ιδιαίτερα στην υγεία και στην παιδεία, πρέπει να εστιαστούν στην αποκέντρωση και την εισαγωγή κινήτρων ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων μονάδων, όπως η σύνδεση της χρηματοδότησης με την απόδοση και την αποτελεσματικότητα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι κρίσιμες για το μέλλον του τόπου. Πρέπει να αποτελέσουν τον άξονα της ατζέντας των προοδευτικών δυνάμεων, για να επιτευχθεί ο μέγιστος βαθμός κοινωνικής συστράτευσης, που είναι απαραίτητος για την αποτελεσματική υλοποίησή τους. (Ημερησία, 9/6/07)