Οι καύσωνες που βιώνουν το φετινό καλοκαίρι οι Ευρωπαίοι δεν χτυπούν απλώς ένα «καμπανάκι» για την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη στροφής προς ένα πιο πράσινο ενεργειακό μίγμα. Αποτελούν και μια προειδοποίηση για την ενεργειακή φτώχεια, η οποία πλέον κάνει ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της, όχι μόνο τον χειμώνα, όπως είχαμε συνηθίσει, αλλά και τους θερινούς μήνες. Σύμφωνα με άρθρο στο Euractiv της Δρ Yamina Saheb, η οποία είναι αναλύτρια ενεργειακής πολιτικής στο OpenExp (ένα παγκόσμιο δίκτυο ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που εδρεύει στο Παρίσι και μελετά λύσεις για βιώσιμη ανάπτυξη), η ενεργειακή φτώχεια και οι επιπτώσεις της στην υγεία και την ευημερία των πολιτών έχουν ιστορικά θεωρηθεί στην Ευρώπη ως ένα χειμερινό πρόβλημα

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η ίδια, και οι ιδιαιτέρως υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονται το φετινό καλοκαίρι μπορεί να οδηγήσουν στο θάνατο τους πιο ευάλωτους πολίτες που πλήττονται από την ενεργειακή ένδεια. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον καύσωνα του 2003 στην Κεντρική Ευρώπη, οι θάνατοι ξεπέρασαν τους 30.000 εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών σε κτίρια, συμπεριλαμβανομένων νοσοκομείων και άλλων εγκαταστάσεων νοσηλείας και φροντίδας.

Η αδιαφορία της διοίκησης στις ευρωπαϊκές χώρες για λήψη μέτρων που θα βελτίωναν τις συνθήκες στις …υπερθερμασμένες κατοικίες και τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη υγεία, μπορεί να εξηγηθεί από την έλλειψη δεδομένων, τα οποία θα στήριζαν σαφείς πολιτικές δράσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για διάστημα μεγαλύτερο από δεκαετία, η Eurostat παρέχει σε ετήσια βάση στοιχεία για το ποσοστό του πληθυσμού που δεν είναι σε θέση να κρατήσει τα σπίτια του αρκετά ζεστά το χειμώνα, δεδομένα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν «εργαλείο» για την ανάληψη μέτρων. Η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία όμως, δεν παρέχει πληροφόρηση, όπως επισημαίνει η Δρ Yamina Saheb, για τον αριθμό των πολιτών που διαθέτει σπίτια – σουρωτήρια, ευάλωτα στους εκτεταμένους καύσωνες. Σήμερα, είναι ελάχιστες οι πληροφορίες για το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε κτίρια, τα οποία δεν ψύχονται το καλοκαίρι.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, τα στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Οι περισσότερες κατοικίες (65,30%) κατατάσσονται στη χαμηλή ενεργειακή κατηγορία Ε - Η, με το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας να καταναλώνεται κυρίως για την κάλυψη αναγκών σε θέρμανση, σύμφωνα με τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων για την ενεργειακή απόδοση κτιρίων (Ιανουάριος 2018) που έχει κάνει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Άλλωστε, περίπου το 55% των κατοικιών έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980, οπότε δεν ίσχυε ο κανονισμός θερμομόνωσης κτιρίων. Αλλά και μετά το 2010, λόγω της οικονομικής ύφεσης, ο αριθμός των κτιρίων που χτίστηκε με τις ελάχιστες απαιτήσεις του ΚΕΝΑΚ φτάνει μόλις το 1,5% του συνολικού αποθέματος κατοικιών.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κτιριακός τομέας (οικιακός και τριτογενής) αντιστοιχεί στο 39% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας (στοιχεία 2016). Μάλιστα, μια πενταετία πριν, μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Μάνθο Σανταμούρη, είχε καταγράψει στη χώρα μας ένδεια ενεργειακή στο 36% του πληθυσμού. Το πρόβλημα διαφαίνεται και από το γεγονός ότι, περίπου οι μισές από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη ΔΕΗ προέρχονται από τα νοικοκυριά, τα οποία αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Βεβαίως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Όπως κατέδειξε μελέτη του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Απόδοσης Κτιρίων (Buildings Performance Institute Europe), ο αριθμός των ενεργειακά φτωχών στη Γηραιά Ήπειρο κυμαίνεται από 50 έως 125 εκατομμύρια.

«Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, ιδίως στις χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, θα πρέπει να ανησυχούν για τα ολοένα αυξανόμενα στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην αύξηση της συχνότητας των ακραίων εκδηλώσεων που σχετίζονται με τη θερμότητα και τις επιπτώσεις τους στην υγεία και την ευημερία των ευάλωτων πολιτών», υπογραμμίζει η κυρία Saheb. Η τρέχουσα πολιτική απάντηση στα κύματα καύσωνα περιορίζεται κυρίως στις «Προειδοποιήσεις για την Υγεία», με στόχο να περιορίσουν κάθε φορά τους κινδύνους για την υγεία και τους θανάτους, κατά τη διάρκεια των περιστατικών καύσωνα και όχι μακροπρόθεσμα.

Σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, θα πρέπει εξετάζονται τα αίτια. Οι ισχύοντες οικοδομικοί κανονισμοί λαμβάνουν υπόψη μόνο τα προβλήματα κατά τη χειμερινή περίοδο. Απαιτούν, κυρίως, υπερβολική μόνωση των κτιρίων και τη βελτίωση της αεροστεγανότητας τους. Αντ' αυτού, όπως αναφέρει η αναλύτρια του OpenExp, οι κανονισμοί οικοδόμησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους υπερθέρμανσης των κτιρίων και να προωθούν, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή λύσεων εξαερισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας, την εγκατάσταση ηλιακών σκιάσεων, συστημάτων ψύξης κλπ. ώστε να διατηρούνται οι θερμοκρασίες εσωτερικού χώρου σε αποδεκτό επίπεδο για τους κατοίκους.

Διατηρώντας τα κτίρια δροσερά το καλοκαίρι δεν είναι «πολυτέλεια» - είναι μια αναγκαιότητα, και κυριολεκτικά ζήτημα ζωής ή θανάτου, σημειώνει η κυρία Saheb. Η ανάληψη δράσης δεν θα οδηγήσει κατ 'ανάγκη στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εάν προβλέπεται χρήση ηλιακών τεχνολογιών στους κανονισμούς οικοδόμησης και στις στρατηγικές ανακαίνισης. Επιπλέον, τα συστήματα ψύξης δεν θα αυξήσουν τον λογαριασμό ενέργειας των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος εάν τροφοδοτούνται με φωτοβολταϊκά. Όπως υποστηρίζει η αναλύτρια, οι ηλιακές τεχνολογίες θα μπορούσαν να προσφέρουν κλιματικά «άνετα» σπίτια, με σχεδόν μηδενικό κόστος και - αν έχουν σχεδιαστεί σωστά - θα μπορούσαν επίσης να προσφέρουν ζεστασιά το χειμώνα, εξαλείφοντας έτσι την ενεργειακή φτώχεια τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα.